Στη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ στην Αθήνα και πιο συγκεκριμένα στο ιστορικό κτίριο της Τραπέζης της Ελλάδος, η Κριστίν Λαγκάρντ εξήγησε τους λόγους για τους οποίους αποφάσισαν χθες να διατηρήσουν αμετάβλητα τα επιτόκια.
Ωστόσο, όπως ανέφερε, «το γεγονός ότι κρατάμε τα επιτόκια σταθερά δεν σημαίνει ότι δεν θα τα αυξήσουμε ποτέ», προσθέτοντας ότι τούτο θα εξαρτηθεί από τα οικονομικά δεδομένα της στιγμής».
Υπογράμμισε δε ότι «οι μελλοντικές αποφάσεις της ΕΚΤ θα διασφαλίσουν ότι τα βασικά της θα καθοριστούν σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο διάστημα είναι απαραίτητο προκειμένου να διασφαλιστεί η έγκαιρη επίτευξη του στόχου για τον πληθωρισμό».
Για την Ελλάδα είπε πως αποτελεί μια ιστορία επιτυχίας, με θεαματική βελτίωση της οικονομίας της. Υπογράμμισε, δε, πως μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, τα ελληνικά ομόλογα γίνονται αποδεκτά χωρίς εξαιρέσεις από την ΕΚΤ, όπως συμβαίνει και για τις 20 χώρες της ευρωζώνης. Εξαίρεση αποτελεί μόνο το πρόγραμμα επαναγοράς ΡΕΡ (πρόκειται για αυτό της πανδημίας), στο οποίο, όμως, ούτως ή αλλιώς τα ελληνικά ομόλογα συμμετείχαν.
Το χθεσινό Διοικητικό Συμβούλιο δεν συζήτησε, όπως είπε η ίδια, τι μέλλει γενέσθαι με το πρόγραμμα αυτό, οπότε συνεχίζεται η επανεπένδυση μέρους των ομολόγων που βρίσκονται ήδη στο χαρτοφυλάκιο της ΕΚΤ, μετά τη λήξη τους.
Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΕΠΙΤΟΚΙΑ
Η επικεφαλής της ΕΚΤ απέδωσε κατά κύριο λόγο τη σημερινή απόφαση για προσωρινό πάγωμα των επιτοκίων στους αυξανόμενους κινδύνους, αφού αναγνώρισε ότι οικονομική δραστηριότητα στη ζώνη του ευρώ παραμένει αδύναμη.
Όπως εξήγησε η Κριστίν Λαγκάρντ: «Η ανάπτυξη θα μπορούσε να είναι χαμηλότερη εάν τα αποτελέσματα της νομισματικής πολιτικής αποδειχθούν ισχυρότερα από τα αναμενόμενα. Μια πιο αδύναμη παγκόσμια οικονομία θα επιβάρυνε επίσης την ανάπτυξη. Ο αδικαιολόγητος πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και η τραγική σύγκρουση που προκλήθηκε από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Ισραήλ αποτελούν βασικές πηγές γεωπολιτικού κινδύνου».