Αυτό σημειώνεται στα συμπεράσματα της έκθεσης του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ «για την αξιολόγηση του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου με εκτιμήσεις για την προσαρμογή του στις επίκαιρες οικονομικές συνθήκες» που έστειλε στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας, στο πλαίσιο σχετικής διαβούλευσης.
Στα συμπεράσματα της έκθεσης υπογραμμίζεται ότι η ταυτόχρονη αύξηση του κατώτατου μισθού σε συνδυασμό με την αντιστάθμιση της αύξησης του κόστους των επιχειρήσεων από την αύξηση αυτή μπορεί να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό μίγμα οικονομικής πολιτικής για την καταπολέμηση του στασιμοπληθωρισμού. Συγκεκριμένα η αντιστάθμιση του κόστους των επιχειρήσεων θα διασφαλίσει ότι δεν θα έχουμε επιπλέον αύξηση του πληθωρισμού, ενώ η διατήρηση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων θα τονώσει την κατανάλωση, λειτουργώντας αντιυφεσιακά.
Επιπλέον θα πρέπει να συνεκτιμηθεί το ύψος του πληθωρισμού που θα καταγραφεί από την ΕΛΣΤΑΤ για τον Ιανουάριο του 2023.
ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΚΑΤΩΤΑΤΟΥ ΜΙΣΘΟΥ
Στο κεφάλαιο της έκθεσης σχετικά με τις επιδράσεις του κατώτατου μισθού αναφέρεται πως, με βάση στοιχεία που παρασχέθηκαν από το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και τα οποία αντλήθηκαν από τους ετήσιους πινάκες προσωπικού που καταχωρούνται στο ΕΡΓΑΝΗ φαίνεται ότι από μια μεταβολή του κατώτατου μισθού θα επηρεαστούν 585.601 εργαζόμενοι ή το 24,7% του συνόλου των μισθωτών.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, ο αριθμός των εργαζομένων που αμείβονταν με βάση τον κατώτατο μισθό το 2022 έχει μειωθεί σε σχέση με το 2021 κατά 9,4% και τούτο παρά την συνολική αύξηση 9,5% που εφαρμόστηκε το 2022.
Ο μέσος μηνιαίος μισθός των εργαζομένων που αμείβονταν με βάση τον κατώτατο μισθό το 2022 μετά από επεξεργασία των στοιχείων από το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ ανέρχεται στα 583,3 ευρώ και συμπεριλαμβάνει τόσο τους πλήρως απασχολούμενους όσο και τους μερικώς/ εκ περιτροπής. Μάλιστα σε σχέση με το 2021 παρουσιάζει αύξηση 17,3%, η οποία οφείλεται στην αύξηση των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης