Αιτήσεις για «φορολογικό διαζύγιο» (χωριστές φορολογικές δηλώσεις) άρχισε να δέχεται από χθες η ΑΑΔΕ μέσω της σχετικής ηλεκτρονικής εφαρμογής με το παράθυρο ευκαιρίας να κλείνει στις 28 Φεβρουαρίου. Όσοι θέλουν να χωρίσουν τα του οίκου τους για τα μάτια της εφορίας, έχουν τη δυνατότητα μέσω των χωριστών δηλώσεων να προστατεύσουν το έτερόν τους ήμισυ από τυχόν «μπλόκο» στην έκδοση ενημερότητας λόγω χρεών του ενός μέρους, ή αυτόματους συμψηφισμούς. Από την άλλη πλευρά, οι χωριστές δηλώσεις σημαίνουν πως ο ένας σύζυγος δεν μπορεί να συνδράμει στην κάλυψη τεκμηρίων του άλλου.
Η υποβολή χωριστών δηλώσεων, ωστόσο, κρύβει παγίδες υπερφορολόγησης και οι φορολογούμενοι πριν την επιλέξουν, θα πρέπει πρώτα να σταθμίσουν μέχρι λεπτομέρειας τα υπέρ και τα κατά. Οι κίνδυνοι που απειλούν όσους επιλέγουν το φορολογικό «διαζύγιο», αφορούν στο βάρος των τεκμηρίων, στο αφορολόγητο με τις e-δαπάνες και το φορολογικό βάρος των παιδιών.
Στις χωριστές δηλώσεις φόρου εισοδήματος συζύγων δεν υφίσταται η έννοια του οικογενειακού εισοδήματος για την κάλυψη των επιμέρους τεκμηρίων καθενός εκ των συζύγων, καθώς τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης βαρύνουν τον κάθε σύζυγο ατομικά. Επίσης, δεν υπάρχει η δυνατότητα κάλυψης τεκμηρίων με ανάλωση κεφαλαίου, από τα εισοδήματα του άλλου συζύγου.
Στις χωριστές φορολογικές δηλώσεις δεν υπάρχει δυνατότητα μεταφοράς υπολειπόμενου ποσού αποδείξεων από τον έναν σύζυγο στον άλλο, όπως γίνεται στις κοινές δηλώσεις. Αυτό σημαίνει ότι αν κάποιος έχει έλλειμμα αποδείξεων θα βρεθεί αντιμέτωπος με την επιβολή του πέναλτι 22% επί του ποσού που θα λείπει από το όριο του 30%.
Τα τέκνα που προέρχονται από κοινό γάμο, καθώς και τα αναγνωρισμένα τέκνα, δηλώνονται ως εξαρτώμενα μέλη και από τους δύο συζύγους.
Στην περίπτωση όμως, που το ανήλικο τέκνο έχει εισόδημα, αυτό προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα που έχει το μεγαλύτερο εισόδημα και δηλώνεται μόνο από αυτόν τον γονέα.