εντυπωσιακής προσαρμογής στα νέα δεδομένα.
Για ένα ακόμη εξάμηνο για πέμπτη συνεχή χρονιά το ισοζύγιο επιχειρηματικότητας στην αγορά της Λάρισας κλείνει με θετικό πρόσημο, καθώς παγιώνεται η σταθερή αύξηση των λειτουργίας νέων επιχειρήσεων, ενώ την ίδια στιγμή συνεχίζεται η μείωση των «λουκέτων». Συγκεκριμένα, το τέλος Ιουνίου βρήκε τις εγγραφές νέων επιχειρήσεων να εμφανίζουν μονοψήφια αύξηση σε σχέση με πέρυσι, αλλά οι διαγραφές να υποχωρούν σε ποσοστό περίπου 50%. Αν ληφθεί υπόψη ότι το μεγαλύτερο διάστημα της εξεταζόμενης περιόδου η οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται υπό ασφυκτική πίεση λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, του υψηλού πληθωρισμού, της ακρίβειας και των δυσθεώρητων τιμών ενέργειας, τα στοιχεία τόσο ως προς το σκέλος των εγγραφών όσο και ως προς το σκέλος των διαγραφών είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά. Και αυτό γιατί τουλάχιστον δύο επιχειρήσεις ανοίγουν κάθε φορά που μόνο μία αναστέλλει τη δραστηριότητά της, τάση που ήταν αντιστρόφως ανάλογη πριν από κάποια χρόνια. Η εξέλιξη αυτή αύξησε το δυναμικό των επιχειρήσεων της περιοχής κατά 320, καθώς 394 Λαρισαίοι ξεκίνησαν την επιχειρηματική τους ζωή και 74 μόνο αποχώρησαν από την ενεργό δράση.
Όπως συγκεκριμένα προκύπτει από τη βάση δεδομένων του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ) του Επιμελητηρίου Λάρισας, στο εξάμηνο του τρέχοντος έτους (1/1/2022 - 30/6/ 2022) συστάθηκαν 394 νέες επιχειρήσεις, έναντι 391 στο εξάμηνο του 2021, 389 του 2020, 281 του 2019, 300 του 2018, 354 του 2017 και 312 του 2016. Η σταθερή αυτή αύξηση της ίδρυσης νέων επιχειρήσεων είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική καθώς δείχνει ότι η «δεξαμενή επιχειρηματικότητας» μετά από τα μνημονιακά χρόνια «διαρροών» αρχίζει και πάλι να γεμίζει. Παράλληλα από την ίδια βάση δεδομένων προκύπτει ένα φρένο διαγραφών, οι οποίες περιορίζονται στις 74 έναντι 140 του αντίστοιχου περσινού διαστήματος, 198 πρόπερσι, 109 στο εξάμηνο του 2019, 301 το 2018, 439 στο εξάμηνο του 2017 και 316 το 2016.
Ανά νομική μορφή, σημαντική αύξηση καταγράφεται στη σύσταση Ανωνύμων Εταιρειών που αποτελούν και το σημαντικότερο εταιρικό τύπο καθώς προσφέρουν τις περισσότερες θέσεις απασχόλησης , οι οποίες φέτος ανέρχονται στις 6 έναντι καμιάς πέρυσι. Τη μερίδα του λέοντος πάντως στις εγγραφές κρατούν οι ατομικές επιχειρήσεις. Η εικόνα αυτή είναι διαχρονική, την ώρα μάλιστα που η ραχοκοκαλιά του βιοτεχνικού κόσμου αποτελείται από ατομικές επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα στο α’ φετινό εξάμηνο γνωστοποιήθηκε η έναρξη 112 ατομικών επιχειρήσεων, έναντι 172 στο περσινό διάστημα, ενώ ανάλογη τάση σημειώνεται σε όλες τις γενικά τις νομικές μορφές των επιχειρήσεων. Πάντως ξεχωριστό κεφάλαιο φαίνεται να γράφουν πλέον οι Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Επιχειρήσεις (ΙΚΕ), οι οποίες τείνουν να καταστούν ο δημοφιλέστερος εταιρικός τύπος. Συγκεκριμένα, στο φετινό εξάμηνο ιδρύθηκαν 104 ΙΚΕ και όπως φαίνεται είναι ζήτημα χρόνου να εκτοπίσουν τις ατομικές επιχειρήσεις από την πρώτη θέση του επιχειρηματικού ισοζυγίου που διαχρονικά κατέχουν.
Στο σκέλος των διαγραφών, η εικόνα συνολικά είναι καλή καθώς αν εξαιρεθούν τα 65 λουκέτα στις ατομικές στις υπόλοιπες μορφές των επιχειρήσεων τα σημάδια είναι ενθαρρυντικά. Η μείωση των διαγραφών αποδίδεται στο γεγονός πως παρά τα προβλήματα που δημιουργούν το υψηλό κόστος των πρώτων υλών, το ξέφρενο ράλι των τιμών της ενέργειας και η οικονομική στενότητα των νοικοκυριών, εντούτοις φαίνεται να υπάρχει μία μεταστροφή στο οικονομικό κλίμα που επιδεικνύει ανθεκτικότητα, ενώ οι επιδοτήσεις στις οποίες προχωρά η κυβέρνηση δημιουργούν μία αίσθηση έστω και περιορισμένου οξυγόνου. Επίσης αξίζει να σημειωθεί πως μέχρι στιγμής δεν επιβεβαιώνονται οι προβλέψεις για αύξηση των λουκέτων στις επιχειρήσεις εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης.
ΟΧΙ ΕΦΗΣΥΧΑΣΜΟΣ
Πάντως όπως τονίζουν φορείς της αγοράς η αύξηση αυτή μπορεί να είναι ένα πραγματικό γεγονός που δημιουργεί προϋποθέσεις για ανάπτυξη αλλά δεν δημιουργεί εφησυχασμό, καθώς πρέπει όπως επισημαίνουν να συνεχιστεί η υλοποίηση στοχευμένων πολιτικών που θα σχετίζονται πρωτίστως με την περαιτέρω ανακούφιση επιχειρήσεων και νοικοκυριών που πλήττονται από το υψηλό κόστος της ενέργειας, τη μείωση των φόρων, την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος.
ΥΠΑΡΚΤΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ
Πάντως το ότι οι πωλήσεις στις επιχειρήσεις μειώνονται και τα χρέη εκτινάσσονται είναι δεδομένα αδιαμφισβήτητα. Η πρόσφατη έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ για το φετινό α’ εξάμηνο έδειξε πως 1 στις 2 επιχειρήσεις έχει ήδη ληξιπρόθεσμες οφειλές είτε αυτές αφορούν σε ασφαλιστικούς φορείς, είτε σε ενοίκια, ή σε λογαριασμούς ΔΕΚΟ κ.α. Την ίδια στιγμή το 21,1% δηλώνει ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις τους για λογαριασμούς ενέργειας και το 20% στην εφορία, το 17,8% προς προμηθευτές κ.α. Το τσουνάμι των ανατιμήσεων έχει επηρεάσει δυσμενώς τη ζήτηση για το 77% περίπου των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, όπως και τη λειτουργία τους καθώς τα κόστη ανεβαίνουν διαρκώς. Και όλα αυτά χωρίς να συνυπολογιστούν και οι επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Το ενεργειακό κόστος είναι στην κορυφή των παραγόντων που «καίει» τις επιχειρήσεις για το β’ εξάμηνο του 2021. Το κόστος ενέργειας αυξήθηκε μεσοσταθμικά για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις κατά 89,8%, το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 48,2%, το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 70,3%, το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 35%.
ΣΤΟΧΕΥΜΕΝΑ ΜΕΤΡΑ
Όσον αφορά στα μέτρα που θεωρούν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις ως τα πλέον κατάλληλα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της αύξησης των τιμών: το 62,1% θεωρεί τη μείωση των ειδικών φόρων στην ενέργεια και τα καύσιμα, το 57,5% τη μείωση του ΦΠΑ, το 25,7% την περαιτέρω μείωση της φορολόγησης, το 15,5% την επιδότηση των επιχειρήσεων για την κάλυψη του επιπρόσθετου κόστους ενέργειας, το 15,2% την περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, το 5,5% την εφαρμογή αυστηρότερων κανόνων ανταγωνισμού.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΟΥΛΗΣ