Από την επεξεργασία της έρευνας, την οποία παρουσιάζει σήμερα η «Ε» προκύπτει το συμπέρασμα πως ένα μεγάλο ποσοστό των επιχειρήσεων θα πρέπει να προχωρήσει στη λειτουργική και χρηματοδοτική αναδιοργάνωση. Κάτι που καθίσταται πλέον επιτακτικό λόγω των υφιστάμενων συνθηκών, της πανδημίας που δεν έχει τελειώσει, του υψηλού πληθωρισμού και της έκρηξης του ενεργειακού κόστους.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Πριν από την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της έρευνας, να σημειώσουμε πως στο δείγμα των 289 επιχειρήσεων δεν γίνεται καμία διάκριση από πλευράς μεγέθους τους (κύκλος εργασιών, σύνολο ενεργητικού κ.λπ.).
«Όλες οι επιχειρήσεις του δείγματος», όπως επισημαίνει στην «Ε» ο επιστημονικός υπεύθυνος της εταιρείας, δρ, Δημ. Καμπούρης, «έχουν έδρα τον ν. Λάρισας και δραστηριοποιούνται στην ευρύτερη περιοχή του, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία τους είναι ανώνυμες και ακολουθούν οι ΕΠΕ και ΙΚΕ». «Μια βασική προϋπόθεση στην επιλογή του δείγματος ήταν οι επιχειρήσεις να έχουν διαθέσιμους ισολογισμούς την περίοδο 2016 - 2020 για όλα τα έτη». Συνεπώς ο χρονικός ορίζοντας της μελέτης καλύπτει την περίοδο 2016 – 2020, ενώ στον χρόνο που συντάχθηκε η μελέτη δεν είχε ολοκληρωθεί η δημοσίευση των ισολογισμών των επιχειρήσεων για την οικονομική περίοδο του 2021.
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
Για τον προσδιορισμό του επιπέδου της βιωσιμότητας αναλύθηκαν στοιχεία που σχετίζονται με την αναλογία ιδίων κεφαλαίων, τη δανειακή επιβάρυνση, το καθαρό λειτουργικό περιθώριο κέρδους, τη ρευστότητα, τον χρόνο ανάκτησης κεφαλαίων και την κάλυψη χρηματοοικονομικών εξόδων. Σε ό,τι αφορά την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, με σημείο αφετηρίας το 2016 και σημείο αναφοράς το 2020, ελήφθη υπόψη ο ρυθμός μεγέθυνσης (μέση διαχρονική αύξηση του κύκλου εργασιών την τελευταία πενταετία 9% ανά έτος), η δανειακή βιωσιμότητα (EBITDA προς υποχρεώσεις κάτω από 5 χρόνια) και η αποδοτικότητα συνολικών απασχολουμένων κεφαλαίων πάνω από 5%.
Για τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων του επιπέδου βιωσιμότητας που αφορά τον χρονικό ορίζοντα 2016 - 2020 επιλέχτηκαν 3 έτη (σημεία) αναφοράς. Το 2016, το 2018 και το 2020. Επίσης, οι επιχειρήσεις εξετάστηκαν σε 2 ομάδες, σε αυτές που είχαν πωλήσεις πάνω από 10 εκατ. και σε αυτές που είχαν πωλήσεις κάτω από 10 εκατ.
ΟΜΑΔΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ
Για την ιστορία, να αναφέρουμε πως τη μελέτη συνέταξε ο Δημ. Γ. Καμπούρης, επιστημονικός υπεύθυνος, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ειδικός επιστήμονας σε θέματα Χρηματοοικονομικής Διοίκησης και Εξυγίανσης Επιχειρήσεων, ο Άγγελ. Δ. Καμπούρης, χρηματοοικονομικός αναλυτής Διοίκησης Επιχειρήσεων με ειδίκευση στο Management MSc Accounting & Finance και η Βασιλική Κ. Μανδάλτση, διοικητική υπεύθυνη BSc Διοίκηση Επιχειρήσεων με ειδίκευση στο Marketing.
ΤΙ ΕΔΕΙΞΕ Η ΕΡΕΥΝΑ
ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ
* Επιχειρήσεις με μεγάλο κίνδυνο: Στο σύνολο των επιχειρήσεων, το 2018 ο κίνδυνος ήταν ιδιαίτερα μεγάλος, αφού το 24,45% των επιχειρήσεων βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο, μία στις 4 επιχειρήσεις. Το ποσοστό αυτό μετατρέπεται το 2020 σε 18,3%. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το στοιχείο που προέκυψε από τη μελέτη για τις επιχειρήσεις με πωλήσεις πάνω από 10 εκατ. ευρώ. Στην περίπτωση αυτή υψηλό κίνδυνο αντιμετωπίζουν μόνο το 10% των επιχειρήσεων, ενώ οι επιχειρήσεις με κάτω των 10 εκατ. ευρώ τζίρο, το ποσοστό φτάνει το 19,7%.
* Επιχειρήσεις μέσου κινδύνου: Το μεγαλύτερο ποσοστό των επιχειρήσεων συγκεντρώνεται στην κατηγορία μέσου κινδύνου. Για τις συγκεκριμένες μεγάλες επιχειρήσεις (πάνω από 10 εκατομμύρια ευρώ κύκλο εργασιών) ανέρχεται στο 60% το 2022, ενώ στις μικρές στο 42,6%. Ο μέσος όρος των επιχειρήσεων ως ποσοστό που χαρακτηρίζονται μεσαίου κινδύνου στα έτη αναφοράς της μελέτης έχει ως εξής: 2016: 42,56%, 2018: 46,7%, 2020: 45%.
* Επιχειρήσεις χαμηλού κινδύνου: Ο μέσος όρος των επιχειρήσεων του δείγματος με χαμηλό πιστωτικό κίνδυνο στα 3 έτη (σημεία αναφοράς) της μελέτης έχει ως εξής: 2016: 34,26%, 2018: 30,8%, 2020: 36,7%. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις μικρές επιχειρήσεις με πωλήσεις κάτω από 10 εκατομμύρια ευρώ, το ποσοστό των επιχειρήσεων που παρουσιάζουν χαμηλότερο κίνδυνο ανέρχεται το 2020 στο 37,8% έναντι των μεγάλων 30%.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
Με βάση τα στοιχεία που αναλύθηκαν, το κριτήριο μεγέθυνσης (μέσος όρος πενταετίας μεγαλύτερος του 9%) ικανοποιεί το 29,4% των εξεταζόμενων επιχειρήσεων, ενώ μόνο το 30% των εξεταζόμενων επιχειρήσεων ικανοποιεί το κριτήριο της αποδοτικότητας των απασχολούμενων κεφαλαίων (μεγαλύτερη του 5%).
Επίσης, την ικανότητα αποπληρωμής των συνολικών υποχρεώσεων σε λιγότερο από 5 χρόνια έχει το 26,3% των επιχειρήσεων (2020). Επί της ουσίας ανταγωνιστικές επιχειρήσεις χαρακτηρίζεται μόνο 26, δηλαδή το 8,8% των επιχειρήσεων του δείγματος.
ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Τα βασικά συμπεράσματα που προέκυψαν μετά τη μελέτη-έρευνα έχουν ως εξής:
Από πλευράς κινδύνου βιωσιμότητας σημειώνεται μια διαχρονική βελτίωση, ωστόσο κίνδυνος είναι μεγάλος στις μικρές επιχειρήσεις (πωλήσεις κάτω από 10 εκατ.). Το μεγαλύτερο ποσοστό των επιχειρήσεων συγκεντρώνεται στην κατηγορία του μέσω πιστωτικού κινδύνου. Όλες οι επιχειρήσεις του δείγματος στην περίοδο 2016 - 2020 παρουσίασαν αύξηση πωλήσεων 17%. Ωστόσο ο μικρός βαθμός μεγέθυνσης, οι περιορισμένες πωλήσεις και ο δανεισμός είναι οι ουσιαστικοί αρνητικοί παράγοντες να χαρακτηριστούν οι επιχειρήσεις μη ανταγωνιστικές. Είναι ενδεικτικό πως μόνο το 8,8% του δείγματος των επιχειρήσεων αξιολογούνται και χαρακτηρίζονται ανταγωνιστικές.
Από την αναλυτικότερη επεξεργασία των χρηματοοικονομικών καταστάσεων προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι ένα μεγάλο ποσοστό των επιχειρήσεων θα πρέπει να προχωρήσει στη λειτουργική και χρηματοδοτική αναδιοργάνωση. Αυτό καθίσταται πλέον επιτακτικό και αναγκαίο, με βάση τις σημερινές συνθήκες, όπως η πανδημία που δεν έχει τελειώσει, ο υψηλός πληθωρισμός και το υψηλό ενεργειακό κόστος.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΟΥΛΗΣ