Πλέον, μετά την «τριπλή κρίση» (χρέους, πανδημίας και πληθωρισμού), το εμπόριο και εν γένει η επιχειρηματικότητα, καλούνται να πορευτούν εν μέσω ενός ρευστού περιβάλλοντος, πλήρους μη αναμενόμενων προκλήσεων, όπου η μοναδική σταθερά θα είναι ενδεχομένως η ανατροπή. Παρά τη «γενική» ανάκαμψη που καταγράφεται στο εμπόριο για το 2021 οι μικρότερες, φαίνεται να αντιμετωπίζει πλέον ορατό τον κίνδυνο της βιωσιμότητάς της (μία στις δύο «απειλούμενες επιχειρήσεις» κινδυνεύει με οριστική παύση της εμπορικής της δραστηριότητας). Όπως ανέφερε μεταξύ άλλων στην παρουσίαση της έκθεσης ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ κ. Γιώργος Καρανίκας:
«Η έκθεση είναι μια ηχηρή προειδοποίηση της εμπορικής τάξης, σχετικά με την επιβίωση και τις προοπτικές της επιχειρηματικής της δράσης. Είναι ενδεικτικό ότι, ήδη από το 2020, οι συνολικές πωλήσεις των εταιρειών του εμπορίου κατέγραψαν μείωση κατά 8.5%, ενώ τα μικτά κέρδη υποχώρησαν σε μικρότερο βαθμό (5.6%). Παρ’ όλα αυτά, και το 2021, ενώ η απασχόληση στο εμπόριο παρουσίασε οριακή πτώση κατά 0.6%, σε σχέση με πέρυσι, ο κλάδος παραμένει ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας (με 17.9% της συνολικής απασχόλησης), παρέχοντας εργασία σε περίπου 700.000 συμπολίτες μας.
Για τους Έλληνες εμπόρους, η φορολόγηση, η μείωση της καταναλωτικής δαπάνης, η έλλειψη ρευστότητας, η αύξηση του κόστους των εμπορευμάτων και οι πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού αποτελούν τα σημαντικότερα προβλήματα. Είναι, επομένως, σαφές ότι η συζήτηση για την ανάκαμψη της αγοράς και την επιστροφή στην κανονικότητα, θα πρέπει να κινείται πέριξ δύο βασικών αξόνων παρέμβασης:
* Στη στήριξη της Πολιτείας, για όσο διάστημα διαρκέσει η ενεργειακή κρίση και οι συνέπειες στον πληθωρισμό, ένεκα της πολεμικής σύρραξης στην Ουκρανία.
* Στον ψηφιακό μετασχηματισμό και στην πράσινη μετάβαση των Μμε εμπορικών επιχειρήσεων. Το μεγάλο στοίχημα, σήμερα, είναι να δοθούν σε όλες τις επιχειρήσεις τα γνωστικά εφόδια και τα χρηματοδοτικά εργαλεία, προκειμένου να επιβιώσουν. Ιδιαίτερα, θα πρέπει να προσεχθούν οι κλάδοι και οι ΜμΕ που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία, ώστε να μην ανοίξει περισσότερο η «ψαλίδα» που τους χωρίζει από τις μεγάλες πολυεθνικές και τα λίγα ισχυρά brands του εγχώριου λιανεμπορίου.