Πρόκειται για τους συντελεστές οι οποίοι εφαρμόζονται στην αντικειμενική αξία του κτίσματος και ανάλογα με την ηλικία του, η φορολογητέα αξία του απομειώνεται. Ωστόσο περιέχει μία στρέβλωση, καθώς η έκπτωση στη φορολογητέα αξία του ακινήτου σταματά στο 25ο έτος. Έτσι, τα κτίσματα ηλικίας άνω των 26 ετών έχουν την ίδια αντιμετώπιση λόγω παλαιότητας είτε πρόκειται για κτίσμα ηλικίας 28 ετών, είτε για κτίσμα 100 ετών.Οι παρεμβάσεις που σχεδιάζονται είναι οι ακόλουθες:
* Θα γίνει διάκριση μεταξύ των κτισμάτων που έχουν ανακαινιστεί, μετά την κατασκευή τους και εκείνων που παραμένουν χωρίς παρεμβάσεις στην αρχική τους κατάσταση.Τα κτίσματα που έχουν ανακαινιστεί θα έχουν χαμηλότερο συντελεστή μείωσης της παλαιότητας, σε σχέση με τα κτίσματα που δεν έχουν ανακαινιστεί και άρα, θα έχουν υψηλότερη φορολογητέα αξία. Σημειώνεται ότι μέχρι σήμερα πάντως, οι άδειες αλλαγής μόνο της χρήσης του κτιρίου ή άδειες ανακαίνισης που δεν θίγουν τον φέροντα οργανισμό του κτιρίου, δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της παλαιότητας.
* Η διεύρυνση της κλίμακας των ετών απομείωσης της αξίας του κτίσματος λόγω παλαιότητας. Σήμερα, η κλίμακα υπολογισμού της παλαιότητας, σταματάει στα 25 χρόνια και εξομοιώνει της αντιμετώπιση των ακινήτων ηλικίας από 26 έτη και πάνω.
Σύμφωνα με πληροφορίες θα διευρυνθεί η κλίμακα υπολογισμού της παλαιότητας των κτισμάτων, ώστε τα παλαιά κτίσματα να έχουν χαμηλότερη φορολογητέα αξία, σε σχέση με νεότερα κτίσματα. Στην πράξη, ένα κτίσμα ηλικίας 30 ετών και ένα κτίσμα 50 ή 100 ετών, τα οποία σήμερα έχουν τον ίδιο συντελεστή απομείωσης της παλαιότητας, με το νέο σύστημα, το παλαιότερο κτίσμα, θα έχει υψηλότερο συντελεστή απομείωσης λόγω παλαιότητας και άρα χαμηλότερη φορολογητέα αξία.
ΠΩΣ ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΤΑΙ Η ΠΑΛΑΙΟΤΗΤΑ
Ο συντελεστής παλαιότητας, εφαρμόζεται επί των αντικειμενικών αξιών με τους ακόλουθους συντελεστές: 0,90 για κτίσματα ηλικίας από 1 έως 5 έτη,0,80 για κτίσματα ηλικίας από 6 έως 10 έτη,0,75 για κτίσματα ηλικίας από 11 έως 15 έτη, 0,70 για κτίσματα ηλικίας από 16 έως 20 έτη, 0,65 για κτίσματα ηλικίας από 21 έως 25 έτη, 0,60 για κτίσματα με παλαιότητα από 26 έτη και άνω.
Για τα κτίσματα εντός του αντικειμενικού συστήματος προσδιορισμού της αξίας τους και εφόσον υπάρχει οικοδομική άδεια, η παλαιότητα αρχίζει να υπολογίζεται μετά τη συμπλήρωση δύο ετών από την ημερομηνία έκδοσης της οικοδομικής άδειας ή την τελευταία αναθεώρησή της. Αν η άδεια εκδόθηκε την 1η Ιουνίου 1998, η παλαιότητα αρχίζει να υπολογίζεται από την 1η Ιουνίου 2000. Αν δεν υπάρχει οικοδομική άδεια, η παλαιότητα υπολογίζεται από την χρονολογία κατασκευής, που αποδεικνύεται με οποιοδήποτε δημόσιο έγγραφο, όπως προγενέστερος τίτλος κτήσης, νομιμοποίηση αυθαιρέτου, έναρξη ηλεκτροδότησης, καθώς και από τη βεβαίωση περαίωσης της διαδικασίας υπαγωγής του ακινήτου στις ισχύουσες κατά την έκδοση της βεβαίωσης διατάξεις περί ρύθμισης αυθαιρέτων, όπως εκδίδεται από το σχετικό πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, συνοδευόμενη από το αντίστοιχο φύλλο καταγραφής. Στην τελευταία περίπτωση, για τον υπολογισμό της παλαιότητας λαμβάνεται υπόψη η καταληκτική ημερομηνία του διαστήματος που αναγράφεται στο πεδίο παλαιότητας του αντίστοιχου φύλλου καταγραφής.
ΠΟΤΕ «ΑΝΑΝΕΩΝΕΤΑΙ» Η ΠΑΛΑΙΟΤΗΤΑ
Σύμφωνα με τη φορολογική και την πολεοδομική νομοθεσία, η «γήρανση» των ακινήτων σταματά με την πολεοδομική τακτοποίηση έστω και ενός τ.μ. του ακινήτου, καθώς στην περίπτωση αυτή, μηδενίζεται η παλαιότητα και επαυξάνει την αξία ολοκλήρου του ακινήτου, φορολογώντας το ως νεόδμητο.