Οι τράπεζες δείχνουν να αδιαφορούν για το αν ο λογαριασμός του οφειλέτη έχει δηλωθεί ακατάσχετος, ή λογαριασμός μισθοδοσίας ή σύνταξης, με αποτέλεσμα να δεσμεύουν ποσά ακόμα και κάτω από το ακατάσχετο όριο, ειδικά σε κοινούς λογαριασμούς όπου ο ένας από τους συνδικαιούχους είναι ο οφειλέτης. Στις εύλογες διαμαρτυρίες των καταναλωτών/οφειλετών απαντούν αόριστα, στέλνοντας το ζήτημα στις κεντρικές υπηρεσίες, όπου η εξυπηρέτηση είναι ελάχιστη. Ο καταναλωτής πρέπει να γνωρίζει ότι άλλου είδους προστασία έχει από κατάσχεση του λογαριασμού λόγω οφειλών προς το Δημόσιο και άλλη λόγω οφειλών προς ιδιώτες/τράπεζες:
Στην πρώτη περίπτωση (οφειλές προς το Δημόσιο) εξαιρούνται της κατασχέσεως εις χείρας τρίτων, μεταξύ άλλων: Καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα σε ατομικό ή κοινό λογαριασμό είναι ακατάσχετες μέχρι του ποσού των 1.250 ευρώ μηνιαίως για κάθε φυσικό πρόσωπο και σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα. Για την εφαρμογή της ρύθμισης αυτής απαιτείται γνωστοποίηση από το φυσικό πρόσωπο ενός μοναδικού λογαριασμού, με υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της φορολογικής διοίκησης. Εφ’ όσον υπάρχει λογαριασμός περιοδικής πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, γνωστοποιείται, αποκλειστικά και μόνο, ο λογαριασμός αυτός.
Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε δέσμευση ποσού για ποσό που είναι χαμηλότερο του ορίου των 1.250 ευρώ από τις τράπεζες, επί του δηλωθέντος ακατάσχετου λογαριασμού, δεν είναι σύννομη και πρέπει να καταγγέλλεται αμέσως.
Προσοχή όμως: Σε περίπτωση ύπαρξης κοινού λογαριασμού, το ακατάσχετο όριο των 1.250 ευρώ ισχύει για τον καθένα από τους συνδικαιούχους, μόνο αν και οι δύο έχουν δηλώσει τον ίδιο λογαριασμό ως ακατάσχετο. Ειδάλλως οι καταναλωτές κινδυνεύουν με κατάσχεση ποσών ακόμα και κάτω από το όριο, αφού ο νόμος λέει ότι το ποσό που υπάρχει στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό ανήκει στους δικαιούχους κατά ίσα μέρη. Δηλαδή αν σε έναν λογαριασμό κατατίθεται το ποσό της σύνταξης π.χ. 1.000 ευρώ και ο συνδικαιούχος του ίδιου λογαριασμού είναι οφειλέτης του δημοσίου, η τράπεζα μπορεί να δεσμεύσει ποσό 500 ευρώ, δηλ. ποσό κάτω του ακατάσχετου ορίου.
Επίσης: αν καταβληθούν αναδρομικά ποσά (μισθών ή συντάξεων) οι τράπεζες δεν έχουν το δικαίωμα να θεωρήσουν το ποσό ως ένα ενιαίο σύνολο αλλά να το αναγάγουν σε μηνιαία βάση προκειμένου να διαπιστωθεί αν καλύπτεται το όριο του ακατάσχετου. Είναι παράνομες οι πρακτικές των τραπεζών που κατάσχουν συλλήβδην αναδρομικά ποσά χωρίς να διενεργούν το σχετικό έλεγχο για την αιτία προέλευσης του ποσού αυτού.
Στη δεύτερη περίπτωση (οφειλές προς ιδιώτες/τράπεζες) οι μισθοί, συντάξεις και ασφαλιστικές παροχές είναι ακατάσχετες για ολόκληρο το ποσό, χωρίς περιορισμό. Επίσης, με το άρθρ. 20 του Ν. 4161/2013, προβλέπεται ότι καταθέσεις έως 1.500 ευρώ σε ατομικό λογαριασμό και έως 2.000 ευρώ σε κοινό λογαριασμό είναι ακατάσχετες.
Προσοχή: Για να προστατευθεί το ακατάσχετο όριο όμως (όταν ο λογαριασμός είναι μισθοδοσίας ή σύνταξης) πρέπει να δηλωθεί ως τέτοιος στο τραπεζικό ίδρυμα. Μ’ άλλα λόγια, ο ίδιος λογαριασμός πρέπει να δηλωθεί ως ακατάσχετος τόσο στην AAΔΕ όσο και στην τράπεζα (ότι δηλ. σε αυτόν κατατίθεται ο μισθός ή η σύνταξη), προκειμένου να ισχύει η προστασία.
Επισήμανση: Ενώ για το δημόσιο, το ακατάσχετο ποσό των 1.250 ευρώ παραμένει ακόμα και στην περίπτωση που συσσωρευθούν μισθοί/συντάξεις περισσοτέρων μηνών, για τις ιδιωτικές/τραπεζικές οφειλές αυτό δεν ισχύει. Επομένως ο καταναλωτής/οφειλέτης πρέπει να αναλαμβάνει το αργότερο την ίδια ημέρα της κατάθεσης του μισθού/σύνταξης το ποσό, διότι από την επόμενη ημέρα αυτό χάνει την «ιδιότητά» του ως ακατάσχετο και μπορεί να κατασχεθεί».
Στόχος της ΕΕΚΕ, όπως υπογραμμίζεται είναι, οι καταναλωτές να μην αισθάνονται απροστάτευτοι απέναντι στις τράπεζες, και επαναλαμβάνει πως, για οποιοδήποτε πρόβλημα, παράπονο ή καταγγελία, που αφορά τις συναλλαγές με τα πιστωτικά ιδρύματα, οι καταναλωτές μπορούν να απευθύνονται στην ένωση.