Η αποκήρυξη του γενικευμένου lockdown, η λήψη μέτρων στήριξης, αλλά και η προοπτική που δίνουν τα στοιχεία για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, ενθάρρυναν πολλούς να προχωρήσουν σε σύσταση νέων επιχειρήσεων.
Βέβαια, δεν έλειψαν και τα «λουκέτα», που αφορούν κυρίως επιχειρηματίες οι οποίοι αν και το… πάλεψαν, δεν κατάφεραν να ανταπεξέλθουν των δυσχερειών και των χρεών... Πάντως με δεδομένη τη σημαντική αύξηση των νέων επιχειρήσεων που δημιουργούνται, είναι βέβαιο ότι θα κλείσει η χρονιά με θετικό πρόσημο για την επιχειρηματικότητα στον νομό.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου του ΕΒΕΛ στο διάστημα Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2021, η Λαρισαϊκή επιχειρηματικότητα, σε πείσμα των καιρών, εμφανίζεται αριθμητικά τουλάχιστον ενισχυμένη, καθώς καταγράφηκε εντυπωσιακή αύξηση στο άνοιγμα νέων επιχειρήσεων. Συνολικά στο 9μηνο άνοιξαν 558 επιχειρήσεις, ενώ μόνο στο τρίτο τρίμηνο του έτους 97. Σε αριθμό βέβαια είναι λιγότερες σε σχέση με τα δύο προηγούμενα τρίμηνα, καθώς στον μεν α΄ τρίμηνο άνοιξαν 207 και στο β΄ άλλες 184, ωστόσο με την πανδημία να δείχνει τα «δόντια» της ενόψει του χειμώνα, τα επιχειρηματικά είναι λογικό να «παγώνουν».
Η «ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ» ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Από τις υφιστάμενες επιχειρήσεις διέκοψαν τη λειτουργία τους 208, πράγμα που σημαίνει ότι η αναλογία εγγράφων - διαγραφών επιχειρήσεων στο 9μηνο στη Λάρισα είναι σχεδόν τρεις προς μία.
Πιο συγκεκριμένα, στο εν λόγω διάστημα, δημιουργήθηκαν 166 Ατομικές, 59 Ε.Ε., 88 Ο.Ε., 15. Α.Ε., 2 ΕΠΕ, 215 ΙΚΕ και ακόμα 13 διαφόρων νομικών μορφών. Αντίστοιχα, διαγράφηκαν 177 ατομικές, 9 Ε.Ε., 13, Ο.Ε., 1 Α.Ε., καμία ΕΠΕ, 7 ΙΚΕ και 1 ακόμα άλλης νομικής μορφής.
Αναλυτικότερα, ενεγράφησαν 127 επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου, 187 του κλάδου μεταποίησης και 244 των υπηρεσιών. Αντίστοιχα, διεγράφησαν 177 επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου, 57 του κλάδου μεταποίησης και 85 των υπηρεσιών. Πάντως με δεδομένο ότι η αγορά επιχειρεί να συνέλθει από την πανδημία, ο προβληματισμός για τις επιπτώσεις από την ανατίμηση των πρώτων υλών όπου τα κόστη διαμετακόμισης βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα και το ενεργειακό κόστος στα ύψη είναι μεγάλος.
ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΜΕΤΡΑ
Υπό το πρίσμα αυτό αξίζει να επισημανθούν για μια ακόμα φορά τα πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα, όσον αφορά στην οικονομία και την αγορά, μέσα από την οπτική των επιχειρηματιών – επαγγελματιών, που προέκυψαν από πρόσφατη μεγάλη μελέτη από την Pulse RC για λογαριασμό του Επαγγελματικού Επιμελητήριου Αθηνών.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, σχεδόν όλοι οι επιχειρηματίες/επαγγελματίες (86%) -αξιολογούν τις αυξήσεις στις τιμές που αναμένονται στην αγορά και στα προϊόντα, ως ένα (αρκετά έως πολύ) μεγάλο πρόβλημα. Επιπλέον, αν και αναγνωρίζεται ότι τα μέτρα στήριξης που ανακοίνωσε η κυβέρνηση για την προστασία των καταναλωτών για τις ανατιμήσεις (όπως για παράδειγμα επιδότηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος χαμηλής τάσης για τα ευάλωτα νοικοκυριά, αύξηση των δικαιούχων του επιδόματος θέρμανσης κ.λπ.), καθώς και τα μέτρα για τη στήριξη της επιχειρηματικότητας (όπως για παράδειγμα μείωση του ποσοστού επιστροφής των επιστρεπτέων προκαταβολών ανάλογα με την πτώση τζίρου κ.λπ.) είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, παρ’ όλα αυτά, η ανάγκη συνέχισης και ενίσχυσής τους προκύπτει επιτακτική. Και αυτό γιατί η πρωτοφανής αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, ως αποτέλεσμα κυρίως του πενταπλασιασμού της τιμής του φυσικού αερίου από την αρχή της χρονιάς, έχει ανατρέψει τους σχεδιασμούς χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίοι μέχρι το καλοκαίρι έβλεπαν με μεγαλύτερη αισιοδοξία την «επόμενη ημέρα». Οι νέοι λογαριασμοί, ανάλογα με το μέγεθος και τον κλάδο της επιχείρησης, μπορεί να «κρύβουν» 500, 800 ή και 2.500 ευρώ παραπάνω χρεώσεις, όπως λένε άνθρωποι της αγοράς.
Περισσότεροι από 6 στους 10 απαντούν ότι και οι δύο πρωτοβουλίες της κυβέρνησης είναι προς τη σωστή κατεύθυνση (65% και για τα δύο πακέτα μέτρων), αλλά πάνω από τους μισούς (53% και 52% αντίστοιχα) κρίνουν ότι χρειάζονται κι άλλα. Όσο για τους αυτοαπασχολούμενους, το 31% παραμένει με προσωπικές ή οικογενειακές τραπεζικές, φορολογικές ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις που έχει καθυστερήσει την πληρωμή τους (αντιθέτως, τα αντίστοιχα ποσοστά στον γενικό πληθυσμό είναι 27% από 21%), το 31% (από 34%) συνεχίζει να έχει επαγγελματικές τραπεζικές, φορολογικές ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις σε καθυστέρηση, ενώ το 53% εξακολουθεί να ανησυχεί για το μέλλον και τη βιωσιμότητα της επιχείρησής του, τους επόμενους 6 μήνες.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΟΥΛΗΣ