Το κύμα ανατιμήσεων λόγω του διπλασιασμού των τιμών λιανικής στο φυσικό αέριο, των σημαντικών αυξήσεων στο ρεύμα με τις οποίες έχει έρθει αντιμέτωπη η βιομηχανία και το λιανεμπόριο, σε συνδυασμό με την κατακόρυφη αύξηση των τιμών των πρώτων υλών και του μεταφορικού κόστους έχει γίνει αισθητό από τα νοικοκυριά της περιοχής από τον περασμένο μήνα, αλλά τα χειρότερα έπονται, καθώς οι επιχειρήσεις προαναγγέλλουν και νέες αυξήσεις τιμών.
Κατηγορίες επιχειρήσεων που συνεχίζουν να πλήττονται άμεσα από το ενεργειακό κόστος που αποτελεί κυρίαρχο συντελεστή κόστους (άνω του 20%) είναι κυρίως αρτοποιεία και ζαχαροπλαστεία, η πλειοψηφία των οποίων καταναλώνει ηλεκτρικό ρεύμα από παρόχους, αλλά και κλάδοι και τεχνικά επαγγέλματα όπως η οικοδομή, που στερούνται είδη πρώτων υλών από την αύξηση των μεταφορικών και του κόστους παραγωγής.
Ήδη στους κύκλους των αρτοποιών οι συζητήσεις για νέα αύξηση στην τιμή του ψωμιού άρχισαν να εντείνονται. Θυμίζουμε πως από τις αρχές Σεπτεμβρίου οι Λαρισαίοι καταναλωτές πληρώνουν ακριβότερα το ψωμί κατά 10%-12% κατά μέσο όρο στα παραδοσιακά αρτοποιεία του νομού. Σήμερα η τιμή του ψωμιού έχει φτάσει στο 1 ευρώ, αλλά δεν είναι η τελική του…
Τα άλευρα όπως έχουν διαπιστώσει έχουν αυξηθεί από 1η Οκτωβρίου ακόμα 20%, οπότε από την αρχή του χρόνου έχουν ξεπεράσει το 50%. Παράλληλα, σύμφωνα με την ενημέρωση που έχουν, τα αποθέματα σκληρού σίτου στις αλευροβιομηχανίες μόλις που επαρκούν μέχρι τον ερχόμενο Μάρτιο. «Είναι αδύνατον να απορροφήσουμε τις αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών και της ενέργειας» αναφέρουν χαρακτηριστικά εκπρόσωποι του κλάδου, αφήνοντας να εννοηθεί ξεκάθαρα ότι η ανακοίνωση της νέας ανατίμησης είναι θέμα χρόνου… Σημειώνεται ότι οι αυξήσεις στο ψωμί, στο βασικότερο καταναλωτικό προϊόν του νοικοκυριού και στα λοιπά είδη αρτοποιίας, καταγράφονται μετά από 13 χρόνια, καθώς για τελευταία φορά που υπήρξε ανατίμηση ήταν στο μακρινό 2008, λόγω της τότε παγκόσμιας κρίσης με τα σιτηρά.
ΝΕΟ ΚΥΜΑ ΑΝΑΤΙΜΗΣΕΩΝ
Την ίδια στιγμή νέοι τιμοκατάλογοι που έχουν σταλεί τις τελευταίες ημέρες από τους προμηθευτές σε σούπερ μάρκετ της Λάρισας περιλαμβάνουν νέες αυξήσεις σε σειρά βασικών καταναλωτικών προϊόντων, όπως είναι το αλεύρι, το μοσχαρίσιο κρέας, τα ζυμαρικά, τα αναψυκτικά, τα χαρτικά, τα πλαστικά κ.ά. Ανατιμήσεις που αν περάσουν και πάλι με τη μία στην κατανάλωση και όχι σταδιακά, θα βγάλουν εκτός προϋπολογισμού τα νοικοκυριά και θέτουν σε «κίνδυνο» τη φήμη και την κερδοφορία των επιχειρήσεων, είτε πρόκειται για τους προμηθευτές, είτε για τους λιανεμπόρους.
ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜμΕ
Ενόψει αυτών των εξελίξεων και καθώς οι επιχειρήσεις θεωρούν βέβαιο πως η εκτόξευση του ενεργειακού κόστους θα συμπαρασύρει και το κόστος παραγωγής, ζητούν από την Κυβέρνηση πολιτικές που να στοχεύουν στην αποτροπή αποδυνάμωσης του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, την ανατροπή της τάσης μείωσης της κατανάλωσης μέσω της ενίσχυσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και φορολογικές ελαφρύνσεις.
Ενδεικτικό του κλίματος είναι η πρόσφατη έρευνα του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία το 68% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (7 στις 10 επιχειρήσεις δηλαδή), εκτιμούν ότι οι διεθνείς αυξήσεις θα επηρεάσουν πολύ και πάρα πολύ το κόστος παραγωγής, κι ως εκ τούτου, σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις θεωρούν ότι οι τιμές των προϊόντων – υπηρεσιών τους θα αυξηθούν γύρω στο 10%, εξαιτίας των ανατιμήσεων στην ενέργεια, ενώ ένα 15% εκτιμά ότι η αύξηση θα ξεπεράσει ακόμη και το 30%! Μάλιστα, από την έρευνα προκύπτει ότι σημαντικές αυξήσεις τιμών ετοιμάζουν ακόμη και εκείνες οι επιχειρήσεις που δεν εξαρτώνται υπέρμετρα από το ενεργειακό κόστος.
Συνεπώς, όπως επισημαίνουν επιχειρηματικοί φορείς, απαιτούνται κυβερνητικές παρεμβάσεις στους εξής τομείς:
* Άμεση ενίσχυση της ρευστότητας. Είναι απόλυτη και άμεση ανάγκη η πραγματική αύξηση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, τόσο μέσω του τραπεζικού συστήματος και των δυνατοτήτων που προφέρει το Ταμείο Ανάκαμψης όσο και των διαρθρωτικών ταμείων, αλλά και του αναπτυξιακού νόμου.
* Μεταρρυθμίσεις για αποτελεσματικότερη δημόσια διοίκηση. Η ψηφιακή μεταρρύθμιση του κράτους αποτελεί μια χρυσή ευκαιρία για το τέλος της γραφειοκρατίας και της πολυνομίας, ενώ η μεταφορά αρμοδιοτήτων του κράτους στην Τοπική Αυτοδιοίκηση θα αποτελέσει ένα ουσιαστικό βήμα εκσυγχρονισμού, αρκεί να μεταφερθούν και οι απαραίτητοι πόροι. Επίσης, η διεύρυνση της συνεργασίας του κράτους με τον ιδιωτικό τομέα, με εκχώρηση δραστηριοτήτων όπου ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να προσφέρει καλύτερες και φθηνότερες υπηρεσίες, μπορεί να συμβάλει τόσο στην καλύτερη εξυπηρέτηση πολιτών και επιχειρήσεων όσο και στον ουσιαστικό περιορισμό των κρατικών δαπανών.
* Ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θεωρούν ότι χρειάζεται στροφή στην κουλτούρα παραγωγής-κατασκευής με προτεραιότητα στην αναζωογόνηση της βιοτεχνίας και βιομηχανίας, καθώς και ενίσχυση και ανάπτυξη παραγωγικών κλάδων διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, με ταυτόχρονη δημιουργία κλίματος ανάληψης ευθύνης και ρίσκου από όλα τα μέρη. Άλλος τομέας προσοχής είναι η εστίαση σε παραγωγικούς κλάδους με διασφαλισμένη παγκόσμια ζήτηση, όπως οι τεχνολογίες περιβάλλοντος, ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, προστασίας της δημόσιας υγείας, πληροφορικής και τεχνητής νοημοσύνης, καθώς και η διόρθωση του μοντέλου ανάπτυξης της οικονομίας που βασίζεται στην υπερβολική εξάρτηση από τον τουρισμό.
Πάντως αυτό που πρέπει να γίνει άμεσα είναι η μείωση του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων στο 20%, περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών από 3 σε 5 μονάδες, μείωση του ΕΝΦΙΑ και απαλλαγή από τον συμπληρωματικό φόρο, μείωση της προκαταβολής φόρου για τις επιχειρήσεις στο 50%, πλήρης κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, εξορθολογισμός του τρόπου υπολογισμού του τέλους επιτηδεύματος, βάσει του πραγματοποιούμενου κύκλου εργασιών καθιέρωση, δύο βασικών συντελεστών ΦΠΑ 11% και 22%, με διατήρηση του υπερμειωμένου συντελεστή στο 6%, ελαστικοποίηση του αυστηροποιημένου πλαισίου ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών, καθώς πλέον η ακόμη και για μία ημέρα καθυστέρηση της διευθέτησης οποιασδήποτε οφειλής (καταβολή δόσης), συνεπάγεται απώλεια της ρύθμισης.
Προς αυτήν την κατεύθυνση θα πρέπει, όπως σημειώνουν, να ληφθούν μέτρα για την ενίσχυση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας με ευέλικτα χρηματοδοτικά εργαλεία, ενώ θεωρείται αναγκαίος ο εκσυγχρονισμός και η βελτίωση της ανθεκτικότητας κλάδων οικονομίας, όπως η μεταποίηση, με ένα άμεσο ζητούμενο για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αφορά στην κάλυψη της τεχνολογικής υστέρησης. «Είναι απαράδεκτο, σημειώνουν χαρακτηριστικά, εν μέσω πανδημίας, η παραγωγική βάση της οικονομίας, η μικρομεσαία επιχείρηση, να μην έχει προτεραιότητα στα μέτρα στήριξης και να στηρίζονται κλάδοι με μηδενική προστιθέμενη αξία στην εθνική μας οικονομία»…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΟΥΛΗΣ