Ήδη από τις προηγούμενες εκδόσεις το Ελληνικό Δημόσιο έχει αντλήσει από τις αγορές περίπου 11,5 δισ. ευρώ, καλύπτοντας έτσι το στόχο τού δανειακού προγράμματος που είχε τεθεί για φέτος. Βέβαια ο συγκεκριμένος στόχος που είχε τεθεί με την κατάθεση του Προϋπολογισμού στηριζόταν σε διαφορετικά δεδομένα από αυτά που δημιούργησε η πανδημία. Για παράδειγμα όταν συντάχθηκε ο Προϋπολογισμός του 2021, πέρυσι το φθινόπωρο, το πακέτο για την ανακούφιση των συνεπειών από την κρίση του κορονοϊού υπολογίζονταν στα 7,5 δισ. ευρώ, ενώ πλέον αισίως έχει ξεπεράσει τα 15 δισ. ευρώ.
Το Ελληνικό Δημόσιο έχει προχωρήσει στις εξής εκδόσεις ομολόγων:
- Ιανουάριος 2021, 10ετές ύψους 3.5 δισ. ευρώ
- Μάρτιος 2021, 30ετές ύψους 2,5 δισ. ευρώ
- Μάιος 2021, 5ετές ύψους 3 δισ. ευρώ
- Ιούνιος 2021, 10ετές ύψους 2,5 δισ. ευρώ.
Η ευχέρεια του Δημοσίου να δανείζεται από τις αγορές -παρόλο που τα ελληνικά ομόλογα δεν διαθέτουν από τους οίκους αξιολόγησης την αναγκαία προς επένδυση βαθμολογία- στηρίζεται τόσο στη βιωσιμότητα του Δημοσίου Χρέους, την οποία αναγνώρισε στην τελευταία του έκθεση το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αλλά κυρίως στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της πανδημίας PEPP -και τις επεκτάσεις του- που έχει υιοθετήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Χάρη στο πρόγραμμα αυτό η ΕΚΤ μέχρι το τέλος Ιουλίου είχε αγοράσει ομόλογα του Ελληνικού Δημόσιου ονομαστικής αξίας 29,4 δισ. ευρώ. Το πρόγραμμα αυτό ολοκληρώνεται τον Μάρτιο του 2022 ωστόσο σε κάθε περίπτωση η ΕΚΤ θα διατηρήσει την αξία του χαρτοφυλακίου αυτού τουλάχιστον μέχρι το τέλος του έτους. Πράγμα που σημαίνει ότι η ΕΚΤ για κάθε ομόλογο που λήγει και αποπληρώνεται, θα αγοράζει ένα ισόποσο από την ελληνική αγορά.
Η συγκυρία στην οποία επιχειρήθηκε η έξοδος του Δημοσίου στις αγορές δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή, καθώς η άνοδος του πληθωρισμού στην ευρωζώνη έχει προκαλέσει ισχυρές πιέσεις στις τιμές των ομολόγων με ταυτόχρονη άνοδο των αποδόσεων τους. Παράλληλα η αυξημένη προσφορά νέων ομολόγων επηρεάζει αρνητικά την αγορά. Σημειώνεται ότι αυτήν την εβδομάδα εκτός από την Ελλάδα, έχουν προγραμματίσει ν’ αντλήσουν από την αγορά περισσότερα από 30 δισ. ευρώ οι Ολλανδία, Ιταλία, Γερμανία, Ισπανία και Γαλλία.