έρχεται ως συνέχεια από το 2020, όπου καταγράφηκε «έκρηξη» συστάσεων με 882 νέες επιχειρήσεις, έναντι 237 διαγραφών.
Τα στατιστικά στοιχεία εγγραφών-διαγραφών, του πρώτου τριμήνου στο Επιμελητήριο Λάρισας, που εν μέρει αποδίδουν το οικονομικό κλίμα και τις προοπτικές επιχειρηματικότητας, είναι ιδιαίτερα θετικά καθώς οι ενάρξεις λειτουργίας ανήλθαν φέτος σε 207, ενώ οι λήξεις περιορίστηκαν στις 22.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη βάση δεδομένων του ΓΕΜΗ του Επιμελητηρίου Λάρισας από την 1/1/2021 έως τις 31/3/2021, γνωστοποίησαν την έναρξη εργασιών τους 207 επιχειρήσεις. Ωστόσο αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και εντοπίζει τους τομείς δραστηριότητας στους οποίους επικεντρώνεται το ενδιαφέρον της επιχειρηματικής δράσης είναι οι αυξημένες συστάσεις κεφαλαιουχικών επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, στο συγκεκριμένο διάστημα ιδρύθηκαν 4 ανώνυμες εταιρείες, 81 Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρείες (ΙΚΕ), 35 ομόρρυθμες και 18 ετερόρρυθμες. Οι ατομικές επιχειρήσεις κατέχουν αριθμητικά την πρώτη θέση καθώς ανήλθαν σε 58.
Ο αριθμός των διαγραφών είναι αρκετά μικρός καθώς μόνο 15 επιχειρήσεις ανέστειλαν τη δραστηριότητα τους, πράγμα που σημαίνει ότι για κάθε εννιά επιχειρήσεις που άνοιγε μόνο μία κατέβαζε «ρολά». Την πλειοψηφία των διαγραφών έχουν οι ατομικές με 15 και ακολουθούν με 5 οι ετερόρρυθμες και με 2 οι ομόρρυθμες.
ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΕΧΑΣΕ 10 ΔΙΣ.
Στο μεταξύ ενδιαφέροντα στοιχεία για την εικόνα του λιανεμπορίου το 2020 εμπεριέχει η ετήσια έκθεση Ελληνικού Εμπορίου. Σύμφωνα με την έκθεση που παρουσίασε προχθές η ΕΣΕΕ ο κλάδος δέχεται ισχυρές πιέσεις από το οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, αλλά διατηρεί τη σημαίνουσα συμμετοχή του στην οικονομική δραστηριότητα (12% του ΑΕΠ), παραμένοντας παράλληλα ο κυριότερος εργοδότης της χώρας (18,3% στη συνολική απασχόληση). Ωστόσο, η πανδημία συνιστά ιδιαίτερη απειλή για τις εμπορικές επιχειρήσεις καθώς το 88% αυτών θεωρεί πως ο Covid-19 θα επηρεάσει αρνητικά τον κύκλο εργασιών, ενώ το 56% των επιχειρήσεων εκτιμά πως η πτώση του κύκλου εργασιών θα υπερβεί το 40%. Αυτό που επιβεβαιώθηκε επίσης είναι ότι οι επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης ήταν ασύμμετρες, δηλαδή ο αντίκτυπός της διαφοροποιείται αναλόγως του κλάδου, του μεγέθους της επιχείρησης κ.ά. Ειδικότερα, αξίζει να σημειωθεί πως στο χονδρικό και στο λιανικό εμπόριο τα μερίδια των μεγαλύτερων επιχειρήσεων στον κύκλο εργασιών όχι μόνο διατηρήθηκαν αλλά και αυξήθηκαν εν μέσω πανδημίας.
Πάντως το νέο οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον που επέφερε η πανδημία οδήγησε τις επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου να στραφούν προς τους εγχώριους προμηθευτές εξαιτίας των αναταράξεων στις διεθνείς αλυσίδες, με αποτέλεσμα το 72% των επιχειρήσεων λιανικής να εμπιστεύεται Έλληνες προμηθευτές. Αυτό συνεπάγεται τη διατήρηση παγιωμένων συνεργασιών αλλά και την τήρηση στάσης αναμονής εν μέσω πρωτοφανούς διεθνούς αβεβαιότητας.
Παράλληλα, καταγράφηκε στασιμότητα οφειλών σε εφορία και ταμεία λόγω του μέτρου των αναστολών, γεγονός που αναδεικνύει την αγωνία των επιχειρήσεων, ενώ η προσφυγή σε παρεμβάσεις όπως η επιστρεπτέα και η αποζημίωση ειδικού σκοπού διογκώνουν την ανησυχία για την επόμενη ημέρα, όταν θα αποσυρθεί η «τεχνική υποστήριξη» της οικονομίας. Η αβεβαιότητα επιτείνεται περαιτέρω αν αναλογιστεί κανείς τόσο τον χρόνο σταδιακής επιστροφής στην κανονικότητα (τo 53% των επιχειρήσεων υποστηρίζουν ότι θα απαιτηθούν τουλάχιστον δύο χρόνια) όσο και το γεγονός ότι ο κλάδος απώλεσε 10,1 δισ. ευρώ (8,2% του κύκλου εργασιών) μέσα σε έναν μόλις χρόνο εξαιτίας της πανδημίας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΟΥΛΗΣ