αυξήσει σημαντικά τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, αλλά πολλά νοικοκυριά έχουν περιορίσει τις αγορές τους και οι συναλλαγές με πλαστικό ή ηλεκτρονικό χρήμα αφορούν κυρίως την αγορά τροφίμων και βασικών αγαθών, καθώς και την πληρωμή λογαριασμών ΔΕΚΟ και λιγότερο την αγορά διαρκών καταναλωτικών αγαθών. Έτσι, πολλοί φορολογούμενοι από τη στιγμή που δουλεύουν τον μισό μήνα ενώ πολλοί άλλοι τους δύσκολους μήνες της καραντίνας ήταν σε καθεστώς αναστολής εργασίας, μέχρι το τέλος του χρόνου δεν θα καταφέρουν να καλύψουν το 30% του εισοδήματός τους με e-αποδείξεις και θα κληθούν το επόμενο έτος να πληρώσουν έξτρα φόρο για τις αποδείξεις που θα λείπουν.
Οπότε η παρέμβαση στη μείωση του ποσού των αποδείξεων είναι αναγκαία και αναπόφευκτη. Πιθανότατα αυτό που θα γίνει είναι η επιστροφή στο καθεστώς που επικρατούσε το 2019, όπου το όριο συλλογής αποδείξεων ήταν χαμηλότερο. Στον πίνακα που παραθέτουμε μπορείτε να έχετε μια εικόνα για τα ποσά που χρειάζονταν πέρυσι και τα ποσά που ισχύουν για φέτος προκειμένου αποφύγει ο φορολογούμενος τον έξτρα φόρο.
Θυμίζουμε πως σύμφωνα με το νέο καθεστώς για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές που ενεργοποιήθηκε από τις αρχές του έτους απαιτεί περισσότερες e-αποδείξεις από μισθωτούς, συνταξιούχους, ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και όσους αποκτούν εισοδήματα από ακίνητα για να κατοχυρωθεί το αφορολόγητο και η έκπτωση φόρου.
Ως ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής νοούνται οι κάρτες και μέσα πληρωμής με χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες ή προπληρωμένες κάρτες (prepaid cards), η πληρωμή μέσω λογαριασμού πληρωμών (μεταφορά πίστωσης, εντολές άμεσης χρέωσης, πάγιες εντολές, τραπεζικές ή ταχυδρομικές επιταγές), η πληρωμή μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking), η πληρωμή μέσω ηλεκτρονικού πορτοφολιού (e-wallet), paypal κ.λπ., καθώς και η καταβολή μετρητών σε γκισέ ή σε μηχάνημα easy-pay». Σε συνθήκες lockdown όμως, το πόσο δύσκολο να καλυφθεί το όριο αυτό σε όλους είναι κατανοητό.
Ο ΚΡΥΦΟΣ ΦΟΡΟΣ
Θυμίζουμε πως σύμφωνα με τον νόμο όλοι θα πρέπει να συγκεντρώνουν ηλεκτρονικές αποδείξεις που να καλύπτουν το 30% του εισοδήματός τους. Σε διαφορετική περίπτωση η εφορία θα επιβάλει πρόστιμο με συντελεστή 22% στο ακάλυπτο ποσό. Στη διαφορά δηλαδή μεταξύ των e-αποδείξεων που απαιτούνται και αυτών που θα εμφανίσει ο φορολογούμενος. Για παράδειγμα, μισθωτός με ετήσιο εισόδημα 20.000 ευρώ θα πρέπει να πραγματοποιήσει μέσα στο 2020 ηλεκτρονικές συναλλαγές ύψους 6.000 ευρώ. Στην περίπτωση που εμφανίσει λιγότερες, π.χ. 5.000 ευρώ, τότε στη διαφορά των 1.000 ευρώ θα επιβληθεί φόρος 22%, δηλαδή θα επιβαρυνθεί με έξτρα φόρο 220 ευρώ (1.000 Χ 22%).
ΠΟΙΟΙ ΕΞΑΙΡΟΥΝΤΑΙ
Από την υποχρέωση αυτή υπάρχουν βεβαίως εξαιρέσεις. Εν προκειμένω εξαιρούνται πλήρως οι φορολογούμενοι 70 ετών και άνω, άτομα με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, ανήλικοι που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, οι υπηρετούντες την υποχρεωτική στρατιωτική τους θητεία, οι δικαιούχοι του ΚΕΑ, όσοι κατοικούν μόνιμα σε χωριά με πληθυσμό έως 500 κατοίκους, όσοι διαμένουν σε οίκο ευγηρίας και σε ψυχιατρικό κατάστημα, οι φυλακισμένοι, όσοι βρίσκονται σε κατάσταση μακροχρόνιας νοσηλείας (πέραν των 6 μηνών) κ.ά. Πέραν αυτών υπάρχουν αι άλλες κατηγορίες φορολογουμένων που εξαιρούνται μερικώς. Ενδεικτικά από την υποχρέωση να έχουν καλύψει το 30% του εισοδήματος εξαιρούνται όσοι φορολογούμενοι θα πραγματοποιήσουν εντός του 2020 δαπάνες για πληρωμές φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και ΕΝΦΙΑ, για τοκοχρεωλυτικές δόσεις δανείων και για ενοίκια, οι οποίες υπερβαίνουν αθροιστικά το 60% του ετησίου πραγματικού εισοδήματος. Οι φορολογούμενοι αυτοί θα πρέπει να καλύψουν ποσοστό 20% του ετησίου πραγματικού εισοδήματος με δαπάνες για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών εξοφληθείσες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Προϋπόθεση όμως για να ισχύσει αυτό το μειωμένο ποσοστό είναι οι δαπάνες για φόρους, δάνεια και ενοίκια να έχουν εξοφληθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Επίσης σε κάθε φορολογούμενο του οποίου έχει κατασχεθεί ο τραπεζικός λογαριασμός, το απαιτούμενο όριο δαπανών περιορίζεται κατ΄ ανώτατο όριο στις 5.000 ευρώ.
Θυμίζουμε τέλος πως σε περίπτωση κοινής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, όπου καλύπτεται το απαιτούμενο ποσό δαπανών από οποιονδήποτε εκ των δύο συζύγων, το τυχόν πλεονάζον ποσό δύναται κατά τον προσδιορισμό του φόρου εισοδήματος να μεταφερθεί στον άλλον σύζυγο ή στο άλλο μέρος συμφώνου συμβίωσης για τυχόν κάλυψη του απαιτούμενου ποσού δαπανών.
Στις δαπάνες που θα λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη του ποσοστού περιλαμβάνονται τα περισσότερα από τα έξοδα κάθε νοικοκυριού (διατροφή, ένδυση, υπόδηση), καθώς και τα έξοδα για πληρωμές λογαριασμών ΔΕΚΟ και κοινοχρήστων (ρεύμα, ύδρευση, αέριο, πετρέλαιο θέρμανσης, κινητή και σταθερή τηλεφωνία), για δίδακτρα, ιατρικές επισκέψεις, ιατρικές εξετάσεις, νοσήλια και ασφάλιστρα, έξοδα για κατοικίδια ζώα, αθλητικές δραστηριότητες, κουρεία, κομμωτήρια κ.ά. Εξαιρούνται οι πληρωμές για ενοίκια, δάνεια, φόρους και τέλη υπέρ του Δημοσίου, καθώς και οι δαπάνες για αγορές ακινήτων, αυτοκινήτων, δικύκλων (πλην ποδηλάτων), αποταμιευτικών και επενδυτικών προϊόντων (μετοχών, ομολόγων κ.λπ.).
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΟΥΛΗΣ