«Η Ελλάδα, πρέπει να δεσμευτεί ότι θα συνεχίσει τις διαρθρωτικές αλλαγές και τη δημοσιονομική προσαρμογή με πιο μικρά πρωτογενή πλεονάσματα, ώστε να μπορέσει η οικονομία να αναπτυχθεί και η υπόλοιπη δημοσιονομική προσαρμογή να γίνει μέσω της ανάπτυξης».
Αυτά ανέφερε μεταξύ άλλων ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Φίλιππος Σαχινίδης, σε εκδήλωση του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας και του ΚΕΠΕ με θέμα «Η λύση για το Δημόσιο Χρέος και η προοπτική της Ανάπτυξης».
Σύμφωνα με τον κ. Σαχινίδη «η συζήτηση για το χρέος, είναι μια από τις πιο κρίσιμες για τη χώρα και τους πολίτες της, καθώς αναζητούμε την οριστική έξοδο από την κρίση και την επιστροφή σε μια σταθερή αναπτυξιακή πορεία. Οποιαδήποτε συζήτηση για το χρέος πρέπει να ξεκινά από ορισμένες διαπιστώσεις για να μπορούμε να καταλήξουμε σε προτάσεις πολιτικής.
Διαπίστωση Πρώτη: Σήμερα ο λόγος Χρέους προς ΑΕΠ στην Ευρωζώνη είναι ψηλότερος από τον αντίστοιχο του 2009 και πλησιάζει το 95% του ΑΕΠ. Το παράδοξο είναι, ότι σήμερα, πολλοί υπερασπίζονται την άποψη ότι η κρίση ξεπεράστηκε όταν πολλές από τις χώρες (πχ Πορτογαλία και Ιρλανδία) έχουν λόγο χρέους που είναι κατά πολύ υψηλότερος από το λόγο που είχαν όταν βρέθηκαν στο επίκεντρο κερδοσκοπικής επίθεσης. Υπενθυμίζω, ότι η άποψη που κυριάρχησε την Άνοιξη του 2010 στην Ευρώπη ήταν, ότι η κρίση ήταν κρίση ρευστότητας και ήταν αποκλειστικά ελληνική. Αυτό καθόρισε και τη στάση τους, ως προς το περιεχόμενο του πρώτου Προγράμματος αλλά και έναντι του προβλήματος του χρέους.
Αυτό μας οδηγεί στη Δεύτερη Διαπίστωση: Δεν υπάρχει κανόνας για το πότε ένα χρέος θεωρείται βιώσιμο.
Διαπίστωση Τρίτη: Το μεγαλύτερο όφελος από το PSI αλλά και από την επαναγορά χρέους είναι ότι διασφάλισε την αποσύνδεση του ύψους του χρέους από το κόστος εξυπηρέτησης και το ρίσκο αναχρηματοδότησης του. Με το PSI και την επαναγορά χρέους το ελληνικό χρέος μειώθηκε κατά 126 δις ή 70% του ΑΕΠ. Η τελική απομείωση ήταν μικρότερη, γιατί περίπου 50 δις προστέθηκαν στο χρέος προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την ανακεφαλαιοποίηση ή την εξυγίανση του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Ένα μέρος από το χρέος των 50 δις θα μειωθεί όταν διατεθούν στην αγορά οι μετοχές των τραπεζών που σήμερα το κράτος διαθέτει. Παρά τη μείωση, το χρέος σήμερα παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Έτσι, και παρά το γεγονός, ότι η Ελλάδα κατάφερε να βγει το 2014 στις αγορές για πρώτη φορά μετά το 2010, παραμένει ανοικτή η συζήτηση για το με ποιες προϋποθέσεις οι αγορές θα οριστικοποιήσουν την άποψη τους ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο.
Διαπίστωση Τέταρτη: Χώρες-μέλη της ευρωζώνης οφείλουν να διατηρούν σε επίπεδα αρκετά κάτω του 100% το χρέος τους, για να μη βρεθούν αντιμέτωπες με μια κρίση χρέους, αλλά και για να έχουν το εργαλείο της δημοσιονομικής πολιτικής διαθέσιμο σε περίπτωση που βρεθούν σε συνθήκες ύφεσης. Η χώρα ως μέλος της ευρωζώνης δεν έχει άλλο εργαλείο πολιτικής, πέρα από αυτό της δημοσιονομικής πολιτικής, διότι την νομισματική πολιτική την καθορίζει πλέον η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Διαπίστωση Έκτη: Το υψηλό χρέος επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη. Το υψηλό χρέος υπονομεύει μεσοπρόθεσμα τις αναπτυξιακές προοπτικές μιας χώρας. Στη διεθνή συζήτηση αλλά και στα κείμενα των προγραμμάτων χωρών της ευρωζώνης γίνεται αναφορά στα ευρήματα της εργασίας των Reinhart και Rogoff για να τεκμηριωθεί η άποψη, ότι οι χώρες με χρέος άνω του 90% κινδυνεύουν από μικρότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Η μελέτη αυτή έχει αμφισβητηθεί ως προς τα ευρήματά της. Οι χώρες-μέλη της Ε.Ε. και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, πρέπει να αντιμετωπίσουν το ταχύτερο δυνατό τον κίνδυνο που συνεπάγεται ο αποπληθωρισμός για την βιωσιμότητα του χρέους χωρών σε Πρόγραμμα. Γιατί αν το χρέος μιας χώρας αντιμετωπίζεται από τις αγορές ως μη βιώσιμο, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια της χώρας θα κινούνται σε σχετικά υψηλά επίπεδα. Αυτό επηρεάζει αρνητικά την προσέλκυση των επενδύσεων και επιπρόσθετα αυξάνει και το κόστος χρήματος για τις επιχειρήσεις, οι οποίες μετά από μια εξαετή ύφεση, πέρα από τα προβλήματα της περιορισμένης ζήτησης, αντιμετωπίζουν τεράστιο πρόβλημα χρηματοδότησης. Έτσι οδηγούμαστε σε ένα φαύλο κύκλο, αφού η βιωσιμότητα του χρέους καθορίζεται από την αναπτυξιακή πορεία της χώρας αλλά η ανάπτυξη επηρεάζεται αρνητικά από το γεγονός, ότι οι αγορές θεωρούν ότι το χρέος της χώρας δεν είναι βιώσιμο, και κρατούν τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα».
Ολοκληρώνοντας την εισήγηση του ο κ. Σαχινίδης κατέθεσε συγκεκριμένες προτάσεις για την απομείωση του Ελληνικού χρέους, τονίζοντας τα εξής: «Η προοπτική μιας απομείωσης του ονομαστικού χρέους με πρωτοβουλία των δανειστών, θα διευκόλυνε πάρα πολύ την προσπάθεια της Ελλάδας να βγει από την κρίση και είναι θεμιτή. Εμφανίζει όμως δυσκολίες, με δεδομένη την αντίδραση που θα καταγραφεί στα Εθνικά Κοινοβούλια άλλων χωρών, να πάρουν μια απόφαση που θα διαγράφει το ελληνικό χρέος και θα αυξάνει το δικό τους χρέος. Πως θα πετύχουμε την ελάφρυνση του Ελληνικού χρέους; Σε ότι αφορά τη δυνατότητα που υπάρχει στα Κοινοβούλια των άλλων χωρών να λάβουν αποφάσεις για την ελάφρυνση του χρέους, η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει: Tην περαιτέρω επιμήκυνση του χρέους, με γνώμονα όχι τη μείωση του σε όρους παρούσας αξίας, αλλά για να μειωθεί ή να μηδενιστεί το ρίσκο αναχρηματοδότησης του, και να κλειδώσει τα επιτόκια στα παρόντα χαμηλά επίπεδα».