και άλλων εγγυητών δανείων που έχουν καταγγελθεί, βασίζεται στη μη τήρηση μιας σειράς προϋποθέσεων που θα πρέπει να τηρούνται ώστε να ενεργοποιηθεί η υποχρέωση του εγγυητή.
Συγκεκριμένα η απόφαση στηρίχθηκε στο άρθρο 866 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο «εκείνος που εγγυήθηκε για αόριστο χρόνο μπορεί, όταν γίνει απαιτητή η κύρια οφειλή, να αξιώσει από τον δανειστή να επιδιώξει δικαστικώς την απαίτησή του μέσα σε έναν μήνα και να συνεχίσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τη διαδικασία. Αν ο δανειστής δεν συμμορφωθεί με την αξίωση του εγγυητή, ο εγγυητής ελευθερώνεται».
Αυτό σημαίνει ότι κάθε εγγυητής θα πρέπει να ζητήσει εγγράφως από την τράπεζα να στραφεί κατά του πρωτοφειλέτη και εάν η τράπεζα δεν το κάνει τότε ο εγγυητής ελευθερώνεται από την εγγυητική ευθύνη.
Με την απόφασή του το Πρωτοδικείο Αθηνών απάλλαξε τον εγγυητή για ολόκληρο το ποσό της εγγύησης ορισμένου χρόνου, επειδή η τράπεζα παρέλειψε να προχωρήσει στην είσπραξη της οφειλής, όπως προσδιορίζεται στην επίδικη τραπεζική σύμβαση, εντός ορισμένου χρονικού σημείου από την καταγγελία της σύμβασης. Να σημειωθεί ότι ο εν λόγω εγγυητής λοιπόν, ενώ έπρεπε να καταβάλει το ποσό των 40.402,55 ευρώ νομιμοτόκως από το 2014, με τους τόκους σήμερα ξεπερνά τις 70.000 ευρώ.
Ωστόσο, επειδή άσκησε εμπρόθεσμα ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής κατάφερε να ελευθερωθεί από την εγγυητική ευθύνη.