Η υπόθεση αφορά μισθωτούς και συνταξιούχους, οι οποίοι έλαβαν το 2013 αναδρομικά, βάσει δικαστικών αποφάσεων, και η ΑΑΔΕ, τον Δεκέμβριο του 2019, λίγες μέρες πριν παραγραφούν οι συγκεκριμένες υποθέσεις, απέστειλε εκκαθαριστικά βεβαίωσης φόρου για τα ποσά αυτά. Η βεβαίωση ήταν συνολική και αφορούσε ολόκληρο το ποσό, γεγονός που εκτόξευσε στα ύψη τον φόρο και τις προσαυξήσεις.
Αρχικά είχαν εντοπιστεί 190.000 περιπτώσεις και με τον έλεγχο που έγινε κατόπιν των αντιδράσεων προέκυψε ότι οι υποθέσεις ήταν λίγο περισσότερες από 155.000. Από αυτές, οι 35.000 δεν εξετάστηκαν γιατί το ποσό του φόρου που προέκυπτε ήταν πολύ μικρό. Επίσης, από τις 155.000 υποθέσεις κρίθηκε ότι απαιτείται επανεκκαθάριση σε 71.000 λόγω των υψηλότερων ποσών φόρου που αντιστοιχούσαν σε αυτές και δεν είχαν καταβληθεί.
Σύμφωνα με την απόφαση της ΑΑΔΕ (Α.1169/2020), τον φόρο και τις προσαυξήσεις δεν τον αποφεύγει κανείς, εκτός και αν έχει πληρωθεί στο παρελθόν, με τροποποιητικές ή συμπληρωματικές δηλώσεις.
Όπως αναφέρει η απόφαση, οι πράξεις προσδιορισμού φόρου εισοδήματος ή/και επιβολής προστίμου που εκδόθηκαν εντός του 2019 με βάση στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η φορολογική διοίκηση, οι οποίες αφορούν αναδρομικά ποσά μισθών και συντάξεων, τα οποία εισπράχθηκαν από τους δικαιούχους το έτος 2013, μπορούν να ακυρωθούν ή να τροποποιηθούν κατόπιν αίτησης του φορολογούμενου, εφόσον διαπιστώνεται πρόδηλη έλλειψη φορολογικής υποχρέωσης ή αριθμητικό ή υπολογιστικό λάθος.