Μεταξύ άλλων, ο ΟΟΣΑ συστήνει:
-περαιτέρω μείωση των φορολογικών συντελεστών,
-ενίσχυση των δημοσίων επενδύσεων δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος,
-μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, ειδικά στα χαμηλά εισοδήματα,
-καταπολέμηση της φοροδιαφυγής,
-επιτάχυνση της ψηφιοποίησης της δημόσιας διοίκησης,
-ενοποίηση φορέων για την έρευνα και καινοτομία.
«Η Ελλάδα αν και ανταποκρίθηκε γρήγορα στην αντιμετώπιση της πανδημίας και την περιόρισε αποτελεσματικά, η οικονομία της έχει χτυπηθεί σκληρά» με τον ΟΟΣΑ να προβλέπει ύφεση από 8% έως 9,8% ανάλογα με το αν θα υπάρξει ή όχι δεύτερο κύμα της πανδημίας.
Στην περίπτωση μάλιστα που υπάρξει ένα δεύτερο κύμα πανδημίας, η έκθεση τονίζει ότι ο τουρισμός και οι υπηρεσίες αποτελούν δύο τομείς που θα πληγούν περαιτέρω. «Στην περίπτωση αυτή η κυβέρνηση θα πρέπει να επεκτείνει την παροχή στήριξης, βοηθώντας επιχειρήσεις και εργαζομένους τους να αναβαθμίσουν τις δραστηριότητες και τις δεξιότητες τους και να στραφούν σε τομείς που υπόσχονται καλύτερες ευκαιρίες, επιταχύνουν την ανάκαμψη και κάνουν την οικονομία και την κοινωνία περισσότερο ευέλικτη».
ΥΦΕΣΗ ΑΠΟ 8% ΕΩΣ 9,8% ΤΟ 2020
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΟΟΣΑ, με βάση το σενάριο ότι δεν θα προκύψει ένα δεύτερο κύμα πανδημίας: -η ύφεση θα διαμορφωθεί στο 8% το 2020 για να επιστρέψει η οικονομία σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης 4,5% το 2021.
-η απασχόληση θα μειωθεί κατά 3,5% φέτος και κατά 1% το 2021.
-η ανεργία θα διαμορφωθεί στο 19,4% το 2020 και στο 19,8% του χρόνου.
-το χρέος θα φτάσει στο 196,9%/ΑΕΠ το 2020 για να υποχωρήσει στο 190,7%/ΑΕΠ το 2021.
Αν όμως ένα δεύτερο κύμα κορονοϊού «χτυπήσει» τη χώρα τότε οι προβλέψεις του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία δείχνουν ότι:
-η ύφεση το 2020 θα πλησιάσει το 10% (9,8%) και σημαντικά μικρότερη ανάπτυξη για το 2021 στο 2,3%.
-η απασχόληση θα μειωθεί κατά 3,8% φέτος και κατά 1,8% το 2021.
-η ανεργία από 19,6% το 2020 θα ανέβει στο 20,4% το 2021.
- το χρέος θα ξεπεράσει το 200% το 2020, στο 209,3% /ΑΕΠ για να καταγράψει μικρή υποχώρηση στο 204,7% /ΑΕΠ το επόμενο έτος.
«Το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αυξηθεί περαιτέρω από τα ήδη υψηλά επίπεδα λόγω της σημαντικής μείωσης του ΑΕΠ και, σε μικρότερο βαθμό, της δημοσιονομικής στήριξης μετά τον COVID-19. Όσο η οικονομία αρχίζει να ανακάμπτει και να επιστρέφει στα πρωτογενή πλεονάσματα, το χρέος θα αρχίσει να μειώνεται με τη συμβολή και των χαμηλών επιτοκίων» σημειώνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση του ΟΟΣΑ. Δεν παραλείπει μάλιστα να σημειώσει ότι η απόφαση της ΕΚΤ να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων είχε ως αποτέλεσμα οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων να υποχωρήσουν κάτω από τα επίπεδα που ήταν στα μέσα του 2019.
ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Τα περιοριστικά μέτρα, οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί, η κοινωνική απόσταση και η υψηλή αβεβαιότητα έχουν οδηγήσει σε προσωρινή αλλά σημαντική μείωση της παραγωγής, της τουριστικής ζήτησης και της απασχόλησης, σημειώνεται στην έκθεση του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία.
Η πανδημία ενδεχομένως να επιδεινώσει περαιτέρω τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η αγορά εργασίας. «Αν και το ποσοστό απασχόλησης έχει αυξηθεί τα τελευταία έξι χρόνια, εξακολουθεί να είναι ένα από τα χαμηλότερα μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Σε χαμηλά επίπεδα παραμένουν και οι μισθοί» σημειώνεται στην έκθεση με τις γυναίκες και τους νέους να καταγράφουν τα χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης. Δεν παραλείπει μάλιστα να κάνει αναφορά στο λεγόμενο brain drain το οποίο έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των ευκαιριών για ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας στην Ελλάδα.
Η ενδυνάμωση των προγραμμάτων ενεργητικής πολιτικής στην εργασία, η εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση θα βελτιώσει τις ικανότητες του εργατικού δυναμικού ώστε να προσαρμοστεί στις αλλαγές λόγω της πανδημίας.
Αν και το κόστος εκπαίδευσης είναι πολύ υψηλό στην Ελλάδα ωστόσο είναι «φτωχό» στην απόκτηση ικανοτήτων για εύρεση εργασίας, ενώ είναι μικρό το ποσοστό των ενηλίκων που συμμετέχουν στη διά βίου μάθηση.
Μια ακόμα πρόκληση για την ελληνική οικονομία αποτελεί το γεγονός ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι μικρές και μάλιστα εταιρείες χαμηλής παραγωγικότητας. «Παρά την πρόσφατη πρόοδο, όπως η ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, η υψηλή φορολογία, η γραφειοκρατία, το αργό σύστημα απόδοσης δικαιοσύνης δυσχεραίνει το επιχειρηματικό περιβάλλον, αποθαρρύνει τις εγχώριες και ξένες επενδύσεις και αποτρέπει τις επιχειρήσεις να αναπτυχθούν»
Μπορεί τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια τραπεζών (NPL) να μειώθηκαν πριν την πανδημία, ωστόσο παραμένουν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα περιορίζοντας την ικανότητα των τραπεζών να χρηματοδοτούν επενδύσεις, αλλά και τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους της πανδημίας, αυξάνοντας περαιτέρω τα «κόκκινα» δάνεια.
Η αύξηση της παραγωγικότητας αποτελεί το κλειδί για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και την αντιστάθμιση των αρνητικών συνεπειών του δημογραφικού. Παράλληλα, χρειάζεται ενίσχυση και αποτελεσματικότερη κατανομή των δημοσίων δαπανών σε συνδυασμό με ένα πιο δίκαιο και αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα.
Η «κακή» ποιότητα του περιβάλλοντος και της στέγασης μειώνουν τη συνολική ικανοποίηση της ζωής των ανθρώπων. Η ατμοσφαιρική ρύπανση στις μεγάλες πόλεις είναι υψηλή, θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού σε σχέση με τις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ.
Όταν κλείσει η «παρένθεση» του COVID-19, η Ελλάδα θα μπορεί πάλι να επικεντρωθεί σ’ ένα πρόγραμμα μεσοπρόθεσμου μετασχηματισμού για να αναζωογονήσει την ανάκαμψή του με ισχυρότερη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη.
Όπως αναφέρει η έκθεση, στην πανδημία η ελληνική κυβέρνηση έδρασε αποτελεσματικά λαμβάνοντας σημαντικά μέτρα για την ενίσχυση του συστήματος υγείας, τη στήριξη του εισοδήματος και την ενίσχυση της ρευστότητας υποστήριξη και επανεκκίνηση τομέων που πλήττονται περισσότερο από τον κορονοϊό, όπως ο τουρισμός έχει πραγματοποιήσει ένα φιλόδοξο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα επικεντρωμένο στην ενίσχυση της ανάπτυξης και των επενδύσεων.
Όπως σημειώνεται, οι μεταρρυθμίσεις του παρελθόντος στην αγορά εργασίας και προϊόντων βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα στην Ελλάδα γεγονός που θα βοηθήσει ώστε η χώρα να παραμείνει σε καλή κατάσταση όταν αρχίσει να ανακάμπτει τόσο η εγχώρια όσο και η εξωτερική ζήτηση.