Το ποσό αυτό έρχεται να τονώσει τα ταμεία του ελληνικού δημοσίου που βρίσκονται υπό πίεση, λόγω των μέτρων οικονομικής στήριξης από την πανδημία.
Αν και “χτυπά” καμπανάκι για την ύφεση και την ανεργία, η έκθεση δίνει εύσημα στην ελληνική κυβέρνηση που στην παρούσα κρίση αντέδρασε γρήγορα, αλλά και με υπεύθυνο τρόπο. Τονίζεται πως οι ελληνικές αρχές προσάρμοσαν τις πολιτικές στα δεδομένα που έφερε η πανδημία, διοχετεύοντας ένα μεγάλο ποσό προς την ενίσχυση των εισοδημάτων, ενώ παράλληλα έμειναν δεσμευμένες να διατηρήσουν τις μεταρρυθμιστικές προτεραιότητες που θα υποστηρίξουν την ανάκαμψη μόλις υποχωρήσουν οι διαταραχές που σχετίζονται με την πανδημία.
Προειδοποιεί ότι οι κλάδοι του τουρισμού και της ναυτιλίας, οι οποίοι είναι πολύ σημαντικοί για την οικονομία της Ελλάδας, αναμένεται να πληγούν ιδιαίτερα. Παράλληλα, αναφέρει ότι η ανεργία αναμένεται να αυξηθεί το 2020 και η οικονομική κρίση μπορεί επίσης να αντιστρέψει τη πρόσφατη μείωση στο ποσοστό φτώχειας. Επίσης «οι εξαιρετικά χαμηλές τιμές του πετρελαίου και η πτωτική πίεση στους μισθούς θα επηρεάσουν τον πληθωρισμό».
Όπως εκτιμά η Κομισιόν το ΑΕΠ αναμένεται να υποχωρήσει 10% το 2020 και η ανεργία να ανέλθει κοντά στο 20%, ενώ φέτος αναμένεται πρωτογενές έλλειμμα, αντί πλεονάσματος.
ΟΙ ελληνικές αρχές, όπως υπογραμμίζει η έκθεση, αποφάσισαν να αναβάλλουν για το 2021 καταρχάς την εξίσωση των αντικειμενικών και εμπορικών αξιών, αλλά και τη γενικότερη μεταρρύθμιση της φορολογίας ακινήτων, κάτι που επιβαρύνει το έλλειμμα κατά περίπου 150 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, οι δαπάνες εξυπηρέτησης του ελληνικού δημοσίου χρέους είναι χαμηλές τα επόμενα χρόνια και η Κομισιόν κάνει αναφορά στα ταμειακά διαθέσιμα ύψους 34 δισ ευρώ έως το τέλος Μαρτίου, εκ των οποίων τα 26 δισ ευρώ ανήκουν στο κράτος και τα υπόλοιπα σε φορείς γενικής κυβέρνησης.
ΤΑ «ΚΟΚΚΙΝΑ» ΔΑΝΕΙΑ
Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρει πως αν και ο ρυθμός μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων επιταχύνθηκε το 2019, το μερίδιό τους παρέμεινε υψηλό και το απόθεμά τους έφτασε στα 68,5 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019 (40,6% των συνολικών δανείων), μειωμένα κατά 13,3 δισ. ευρώ σε σχέση με ένα χρόνο πριν.