Εκτός από τα νέα αυξημένα ποσοστά αναπλήρωσης που επέφερε ο νόμος Βρούτση (οι αυξήσεις των ανταποδοτικών κύριων συντάξεων έως 11,8% θα είναι από 12 ευρώ για όσους έχουν αποχωρήσει ή αποχωρούν με 30,1 έτη ασφάλισης έως και 252 ευρώ για όσους έχουν 40 έτη ασφαλιστικού βίου), η προσαύξηση που ισχύει (λόγω των αυξημένων εισφορών) αναμένεται να οδηγήσει σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και σε διπλασιασμό του ανταποδοτικού ποσού της σύνταξης.
Οι συγκεκριμένοι ασφαλισμένοι όταν συνταξιοδοτηθούν θα λάβουν υψηλότερο ποσό, καθώς στο παρελθόν είχαν καταβάλει υψηλότερες εισφορές για κύρια σύνταξη, από το γενικό ασφάλιστρο του 20%. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Τα Νέα» η προσαύξηση στη σύνταξη γίνεται με έναν ετήσιο συντελεστή που υπολογίζεται σε 0,075% για κάθε μονάδα επιπλέον εισφορά που κατέβαλε ο ασφαλισμένος.
Ισχύει για το σύνολο των ετών για τα οποία έχουν καταβληθεί οι επιπλέον αυτές εισφορές, ήτοι ανατρέχει το σύνολο του εργάσιμου βίου κάθε ασφαλισμένου που ανήκει στις συγκεκριμένες κατηγορίες και όχι για το διάστημα από το 2002 και μετά, που ισχύει για τον υπολογισμό του μέσου όρου των συντάξιμων αποδοχών.
Για παράδειγμα, παλιοί ασφαλισμένοι (πρώτη ασφάλιση μέχρι 31.12.1992) σε πρώην Ταμεία ΔΕΚΟ - τραπεζών πλήρωναν μέχρι 31.12.2015 εισφορές άνω του 30%.
Ακόμα και το 2018 η συνολική εισφορά για κύρια σύνταξη για τους εν λόγω ασφαλισμένους παρέμενε στο 24%.
Πάντως επισημαίνεται ότι το ποσό της κύριας σύνταξης, στις περιπτώσεις τόσο των νέων όσο και των ήδη συνταξιούχων, δεν μπορεί να ξεπερνάει το νέο πλαφόν, ήτοι τις 4.608 ευρώ (μεικτά) που αντιστοιχεί στο 12πλάσιο της ισχύουσας σήμερα βασικής σύνταξης για 20 έτη ασφάλισης.
Τονίζεται παράλληλα ότι ο νόμος Βρούτση προβλέπει αυξήσεις στα ποσοστά αναπλήρωσης των κύριων συντάξεων όσων έχουν πάνω από 30 έτη ασφάλισης. Θα αφορούν τόσο στους «παλιούς» όσο και στους «νέους» συνταξιούχους. Ωστόσο, αυξήσεις στις καταβαλλόμενες συντάξεις θα αφορούν προπαντός τους «νέους» συνταξιούχους. Οσο περισσότερα έτη ασφάλισης έχει κάθε συνταξιούχος τόσο μεγαλύτερη αύξηση θα δει. Επίσης, η αύξηση θα είναι μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερες είναι οι συντάξιμες αποδοχές, δηλαδή οι αποδοχές επί των οποίων υπολογίζονται οι συντάξεις