Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Κρέατος(ΕΔΟΚ) βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία και συνεργασία συντονίζοντας τις προσπάθειες που χρειάζονται, έτσι ώστε να συνεχιστεί απρόσκοπτα η τροφοδοσία κρέατος στην αγορά αλλά και για να αμβλυνθούν όσο περισσότερο γίνεται οι επιπτώσεις σε όλο τον κλάδο του κρέατος.
«Τα καλά νέα είναι ότι η τροφοδοσία της αγοράς συνεχίζεται απρόσκοπτα», ανέφερε σε δηλώσεις του στο ΑΜΠΕ ο πρόεδρος της ΕΔΟΚ, Λευτέρης Γίτσας.
Όμως, μέχρι στιγμής αρκετοί είναι οι κλάδοι στον χώρο του κρέατος που έχουν πληγεί. Κύριοι λόγοι αφενός η κατάσταση που επικρατεί στην ξενοδοχειακή εστίαση, η οποία προς το παρόν έχει βάλει «λουκέτο» και αφετέρου η μείωση των εξαγωγών προς τις διεθνείς αγορές και πιο συγκεκριμένα σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία.
Σημαντικά είναι τα προβλήματα που καταγράφονται στον κλάδο της αιγοπροβατοτροφίας καθώς σύμφωνα με στοιχεία της ΕΔΟΚ, το περασμένο φθινόπωρο και τα Χριστούγεννα, η τιμή των αμνοεριφίων είχε φτάσει στα 5,8 ευρώ το κιλό. Κατάσταση η οποία άλλαξε άρδην εξαιτίας των νέων δεδομένων στην ελληνική αγορά και στις εξαγωγές, με τη μείωση στην τιμή παραγωγού να ξεπερνά το 30%. Ποσοστό που για τον κλάδο συνεπάγεται με ζημιά ύψους 45-50 εκατ. ευρώ. Σε 2,3 εκατομμύρια ανέρχονται τα αμνοερίφια που προορίζονται για τις εξαγωγές στις διεθνείς αγορές και το ελληνικό Πάσχα, ενώ βάσει των μέχρι τώρα παραγγελιών, αναμένεται ότι θα εξαχθούν περί τις 90-100.000. Οι έμποροι έχουν ήδη στα χέρια τους 1.000.000 ζωντανά ή σφάγια, και τα υπόλοιπα παραμένουν στα χέρια των παραγωγών, που προσδοκούν καλύτερες τιμές.
«Υπό κανονικές συνθήκες, όλο αυτό το κρέας θα μπορούσε να απορροφηθεί από την αγορά και να διατεθεί χωρίς πρόβλημα» σημειώνει ο κ. Γίτσας , που διερωτάται: «Τι γίνεται όμως στην παρούσα συγκυρία; Θα μπορέσει ο καταναλωτής να σουβλίσει ή απλώς θα αγοράσει 2-3 κιλά για τον φούρνο του σπιτιού του; Όλα αυτά προβληματίζουν τους υπεύθυνους των σουπερμάρκετ που καθυστερούν τις παραγγελίες τους, με σοβαρές συνέπειες σε εμπόρους και παραγωγούς».
Μεγάλη είναι η δοκιμασία και για τους εμπόρους χονδρικής καθώς ήδη πολλές παραγγελίες έχουν ακυρωθεί, για τις οποίες έχουν ήδη πραγματοποιηθεί οι αντίστοιχες αγορές και μάλιστα με προπληρωμή. Έτσι, οι έμποροι αναγκάζονται να αποθεματοποιήσουν τις μεγάλες αυτές ποσότητες σε ειδικούς θαλάμους κατάψυξης, αυξάνοντας επιπλέον τα έξοδα τους εξαιτίας του κόστους της ενέργειας που απαιτείται.
Ανάλογη εικόνα καταγράφεται και στον κλάδο της μεταποίησης, με μεγάλο πρόβλημα την εστίαση και τις εξαγωγές, καθώς η δραστηριότητα περιορίζεται στη λιανική, τα μάρκετ κρεάτων και τα κρεοπωλεία, με τη μείωση του τζίρου να κυμαίνεται μεταξύ 50% και 70%. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί και η ανάγκη απασχόλησης πολύ περισσότερων εργαζομένων στους συγκεκριμένους χώρους που σημαίνει μεγαλύτερη ανάγκη λήψης μέτρων ατομικής προστασίας αλλά και στήριξης των επιχειρήσεων.
Σε ό,τι αφορά το ελληνικό χοιρινό κρέας, παρότι παρατηρήθηκε αύξηση των πωλήσεων λιανικής της τάξης του 23%, οι τιμές παραγωγού μειώθηκαν και εξισώθηκαν με αυτές του εισαγόμενου γερμανικού χοιρινού, μια μείωση που δεν μετακυλίστηκε στον καταναλωτή, σύμφωνα με τον ΕΔΟΚ. Αύξηση κατά 45% καταγράφηκε στις σφαγές ελληνικών βοοειδών, κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου λόγω της δυνατότητας άμεσης παράδοσης. Κατά το δεύτερο δεκαήμερο του Μάρτη, ο ρυθμός σφαγών μειώθηκε και όπως αναφέρει η Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Κρέατος, στο εξής αναμένεται εξομάλυνση με αύξηση 20% των σφαγών ελληνικών βοοειδών.
«Είναι, λοιπόν, απαραίτητη η λήψη μέτρων ενίσχυσής τους για να κρατηθούν όρθιοι τόσο κατά τη διάρκεια της κρίσης, όσο και μετά το πέρας της», υπογραμμίζει ο πρόεδρος της ΕΔΟΚ καλώντας τους καταναλωτές να προτιμήσουν το ελληνικό κρέας για το τραπέζι τους, έτσι ώστε «να στηρίξουν την εφοδιαστική αλυσίδα του κρέατος, την οποία έχουμε μεγάλη ανάγκη τώρα, αλλά και που θα πρέπει να διατηρηθεί αλώβητη και στη συνέχεια, για τη διατροφική μας επάρκεια και την εθνική οικονομία».