Δραματικά έχει αλλάξει πλέον ο τοπίο στην αγορά των προθεσμιακών καταθέσεων μετά την επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το μέσο επιτόκιο των καταθέσεων από νοικοκυριά με συμφωνημένη διάρκεια έως 1 έτος παρέμεινε αμετάβλητο στο 1,81% τον Ιούνιο, καθώς δεν υπήρχε καμία μεταβολή στα προϊόντα των τραπεζών.
Σήμερα ωστόσο καθώς η διάθεση προθεσμιακών καταθέσεων γίνεται υπό ειδικό καθεστώς και το άνοιγμα λογαριασμού υπό προϋποθέσεις, η «οροφή» στα επιτόκια είναι το 1,30% για όλες τις τράπεζες. Πλέον, τα προϊόντα των τραπεζών χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες: Πρώτον, σε αυτά που συνάφθηκαν έως και την 26η Ιουνίου, τελευταία ημέρα κανονικής λειτουργίας των τραπεζών και δεύτερον, στις καταθέσεις που διατίθενται μετά τη λήξη της τραπεζικής αργίας
Στις προθεσμιακές καταθέσεις που είχαν συμφωνηθεί πριν τα capital controls τα επιτόκια δεν αλλάζουν και ο πιο βασικός περιορισμός έχει να κάνει με την πρόωρη λήξη της προθεσμιακής, ακόμη κι αν στους όρους της αρχικής σύμβασης αυτό προβλέπεται. Ως εκ τούτου, ο καταθέτης είναι εγκλωβισμένος στην αρχική διάρκεια που είχε συμφωνήσει, ακόμη κι αν προβλέπεται η αυτόματη ανανέωση της κατάθεσης.
Εκτός κι αν η πρόωρη λήξη αφορά αποκλειστικά και μόνο την ισόποση εξόφληση:
* οφειλών προς το Δημόσιο και τους ασφαλιστικούς φορείς,
* τρέχουσας δόσης και ληξιπρόθεσμων οφειλών δανείου στην ίδια τράπεζα,
* πληρωμής μισθοδοσίας στην ίδια τράπεζα,
* πληρωμής νοσηλίων και διδάκτρων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό,
* πληρωμής προμηθευτών που τηρούν λογαριασμό στην ίδια τράπεζα, έναντι τιμολογίων ή ισοδύναμων παραστατικών, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υφίστανται επαρκή διαθέσιμα σε καταθετικό λογαριασμό ταμιευτηρίου ή όψεως.
Σε όσους όμως θέλουν σήμερα να «κλείσουν» τα χρήματά τους σε μία νέα προθεσμιακή κατάθεση, βασική προϋπόθεση είναι ο τροφοδότης λογαριασμός να έχει τους ίδιους δικαιούχους. Από την άλλη πλευρά, ο ανταγωνισμός στα επιτόκια έχει εκλείψει. Στην πλειονότητα των προγραμμάτων το επιτόκιο διαμορφώνεται στο 0,75% για ποσά έως 50.000 ευρώ, στο 1% για ποσά έως 100.000 ευρώ και σε 1,30% για μεγαλύτερα ποσά. Αυτό που μπορεί να επιλέξει ο καταθέτης, δεδομένων των παραπάνω επιτοκίων (με μία απόκλιση το πολύ της τάξης των 5 μονάδων βάσης) είναι ο χρόνος καταβολής των τόκων, αλλά και η σύνδεση της κατάθεσης με πρόγραμμα επιβράβευσης καρτών.