Πιο συγκεκριμένα ο ΣΒΘΚΕ επισήμανε τα εξής:
Όπως έγινε γνωστό στον Σύνδεσμο από επιχειρήσεις μέλη του, οι Δήμοι, στην πλειοψηφία τους, χρεώνουν και εισπράττουν από τις εγκατεστημένες, στα διοικητικά τους όρια, επιχειρήσεις, μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ, δημοτικά τέλη που αφορούν στην παροχή υπηρεσιών καθαριότητας, συλλογής απορριμμάτων και δημοτικού κοινόχρηστου φωτισμού.
Από την ανάλυση των χρεώσεων, που συνεισπράττονται, υπέρ των Δήμων, οι επιχειρήσεις διαπιστώνουν ότι το ύψος των χρεώσεων είναι ιδιαίτερα υψηλό.
Ωστόσο, οι επιχειρήσεις επιβεβαιώνουν ότι δεν απολαμβάνουν αντίστοιχου περιεχομένου και επιπέδου ανταποδοτικές υπηρεσίες σε σχέση με το υψηλότατο κόστος που καταβάλλουν υπέρ των Δήμων.
Είναι προφανές ότι, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, τα δημοτικά τέλη, των ύψος των οποίων καθορίζεται και αναπροσαρμόζεται με αποφάσεις των Δημοτικών Συμβουλίων των Δήμων, επιβάλλονται με τη λογική της αντιμετώπισης των δαπανών των Δήμων για την παροχή υπηρεσιών καθαριότητας και φωτισμού, καθώς και κάθε άλλης δαπάνης από πάγιες παρεχόμενες, ανταποδοτικού χαρακτήρα, δημοτικές υπηρεσίες, τόσο προς τους πολίτες όσο και προς τις επιχειρήσεις.Επί της ουσίας, τα δημοτικά τέλη προκειμένου να είναι ανταποδοτικά, θα πρέπει να αποτελούν αντάλλαγμα μιας ειδικής παροχής που χορηγείται αποκλειστικά στους βαρυνόμενους με αυτά, και το ύψος τους είναι ανάλογο προς το επίπεδο της παρεχόμενης αντιπαροχής.
Κατά συνέπεια, κατά τη συζήτηση των αντίστοιχων θεμάτων και ειδικότερα κατά τη λήψη των ομόλογων κανονιστικών αποφάσεων, με τις οποίες προσδιορίζονται και επιβάλλονται ανταποδοτικά τέλη, προϋπόθεση αποτελεί η θέσπιση κανόνων και κριτηρίων για τον προσδιορισμό των συντελεστών υπολογισμού των ανταποδοτικών τελών, ώστε να διασφαλίζεται η αντικειμενική, δίκαιη και ανάλογη της παρεχόμενης υπηρεσίας και της ωφέλειας που αυτή παρέχει, προς κάθε κατηγορία υπόχρεων.
Επομένως, η ενσωμάτωση της θεμελιώδους αρχής της ανταποδοτικότητας, θα πρέπει να διέπει τις κανονιστικές πράξεις, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η αύξηση των τελών θα είναι ανάλογη με την αύξηση του κόστους των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Εντούτοις, οι επιχειρήσεις, στην πράξη, διαπιστώνουν ότι οι παρεχόμενες προς αυτές υπηρεσίες, δεν ανταποκρίνονται επαρκώς σε σχέση με το ύψος των χρεώσεων των δημοτικών τελών. Εκφράζουν μάλιστα την εκτίμηση ότι οι επιβαρύνσεις τους από τα δημοτικά τέλη είναι υψηλότατες, δυσανάλογες των παρεχόμενων υπηρεσιών και ως εκ τούτου μη ανταποδοτικές.
Όπως είναι γνωστό, οι εγκατεστημένες στα διοικητικά όρια του εκάστοτε Δήμου, επιχειρήσεις, συμβάλλουν ουσιαστικά στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη και πρόοδο της περιοχής.
Προσπαθούν, υπό καθεστώς ασφυκτικής οικονομικής πίεσης, να διαφυλάξουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και να ανταποκριθούν, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, στις υποχρεώσεις τους, με περιορισμένους πόρους, τους οποίους καλούνται να διαχειριστούν, προκειμένου, αρχικά, να διατηρήσουν ένα ασφαλές επίπεδο λειτουργίας και να σχεδιάσουν, σε ένα δεύτερο στάδιο, αναπτυξιακές δράσεις, απαραίτητες για την εξασφάλιση της συνέχειας τους.
Οι όποιες περαιτέρω οικονομικές επιβαρύνσεις και μάλιστα μη ανταποδοτικές, διαταράσσουν τον οικονομικό προγραμματισμό τους, ασκούν πρόσθετες πιέσεις και θέτουν σημαντικά εμπόδια στην ανάπτυξή τους.
Οι επιχειρήσεις εκτιμούν ότι απαιτείται η υιοθέτηση ενός σύγχρονου θεσμικού πλαισίου παροχής υπηρεσιών εκ μέρους των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Απαιτείται συγχρόνως όμως και η εξέταση της δυνατότητας εφαρμογής ενός νέου τρόπου προσδιορισμού του ύψους των δημοτικών τελών, που θα διασφαλίζει τη διαμόρφωση αυτών, τουλάχιστον σε ένα επίπεδο που θα κριθεί ότι είναι εύλογο, δίκαιο και σύμφωνο με τις αρχές της ανταποδοτικότητας, της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης των δημοτών και θα λειτουργεί προς όφελος της υποστήριξης της βιωσιμότητας των Δήμων.
Κλείνοντας, ο Σύνδεσμος επιβεβαίωσε τη διαθεσιμότητά του για την ανάπτυξη κάθε καλής συνεργασίας για το κοινό όφελος των επιχειρήσεων και των τοπικών κοινωνιών.