ΑΘΗΝΑ
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) πραγματοποιεί ήδη μακροπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις προγραμμάτων στην Ελλάδα και θα συνεχίσει να το κάνει και στο μέλλον, διαβεβαίωσε ο αντιπρόεδρος της ΕΤΕπ και πρώην αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών της Αυστρίας, Βίλχελμ Μόλτερερ, μιλώντας σε οικονομικό συνέδριο στη Βιέννη με θέμα την προωθούμενη από τον πρόεδρο της Ευρωπαικής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, «πρωτοβουλία επενδύσεων». Πρόσθεσε δε, πως προϋπόθεση για αυτό είναι η αξιοπιστία, η σταθερότητα και μία αναπτυξιακή στρατηγική, την οποία χρειάζεται η Ελλάδα και η οποία πρέπει να σχεδιαστεί από την ελληνική κυβέρνηση και από κανέναν άλλο.
Διευκρινίζοντας ότι η Ευρωπαική Τράπεζα Επενδύσεων μπορεί να υποστηρίξει, δεν μπορεί όμως να πάρει την ευθύνη από την Ελλάδα, ο αντιπρόεδρος της ΕΤΕπ επισήμανε πως η βραχυπρόθεσμη διαχείριση κρίσεων πρέπει να λειτουργεί, αλλά προπάντων θα πρέπει να είναι σαφής η μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή προοπτική της Ελλάδας, ούτως ώστε όλοι να γνωρίζουν πού γίνονται επενδύσεις και ποια προγράμματα έχει νόημα να μπορούν να υποστηριχθούν.
Στη δική του παρέμβαση στο συνέδριο, ο διοικητής της Αυστριακής Κεντρικής Τράπεζας (ΑΚΤ) και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας, Εβαλντ Νοβότνι, τόνισε πως στην Ελλάδα θα πρέπει να υπάρχει μέριμνα όχι μόνον για τη διαχείριση της κρίσης, αλλά και για το σχεδιασμό μελλοντικών προοπτικών, και σε αυτό ιδιαίτερη σημασία έχει η η Ευρωπαική Τράπεζα Επενδύσεων.
Επιπλέον, κατά την άποψή του, δεν αρκεί να δοθούν προοπτικές στην Ελλάδα, αλλά να υπάρξει από κοινού επεξεργασία τους, κάτι που, όπως είπε, προυποθέτει μια συγκεκριμένη σχέση εμπιστοσύνης και ο ίδιος ελπίζει ότι πάνω σε αυτή τη βάση μπορούν να αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες που εξακολουθούν να υπάρχουν σήμερα, προς συμφέρον όλων των εμπλεκόμενων.
Σύμφωνα με τον Εβαλντ Νοβότνι, η χρηματοδοτική πολιτική της ΕΚΤ μπορεί μόνον να υποστηρίξει την ανάκαμψη και μπορεί να είναι μόνον μια απαραίτητη, αλλά όχι μια επαρκής προυπόθεση για για μια θετική οικονομική εξέλιξη, και για αυτό χρειάζεται να υπάρχει μια σύνδεση της χρηματοδοτικής πολιτικής με την πραγματική οικονομία, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα.