Ειδικά για το πρώτο ημερολογιακό έτος που προσλήφθηκε ο μισθωτός, ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος μέχρι τη λήξη του, να του χορηγήσει την αναλογία της κανονικής του αδείας. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τμηματικά την άδειά του με τις αναλογούσες αποδοχές φυσικά. Η άδεια που αναλογεί είναι 20 ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο και 24 ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο.
Μόλις ο εργαζόμενος συμπληρώσει 12 μήνες εργασία στον ίδιο εργοδότη, τότε η άδεια αυξάνεται κατά μία εργάσιμη ημέρα. Έτσι, φτάνει τις 21 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο και τις 25 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο. Από το τρίτο ημερολογιακό έτος και μετά ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την άδεια σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο του έτους επιθυμεί. Η άδεια βρίσκεται στις 22 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο ή τις 26 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο, εάν έχουν συμπληρωθεί δύο έτη απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη.
Σύμφωνα με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) του διαστήματος 2000 – 2001, οι μισθωτοί με προϋπηρεσία τουλάχιστον 10 έτη στον ίδιο εργοδότη ή 12 έτη σε οποιοδήποτε εργοδότη δικαιούνται 25 εργάσιμες ημέρες άδειας, για όσους είναι με πενθήμερο, ή 30 εργάσιμες ημέρες άδειας, για όσους είναι με εξαήμερο με αποδοχές.
Επίσης, σύμφωνα με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας 2008 – 2009, οι μισθωτοί, από 1-1-2008, μετά τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας δικαιούνται μία εργάσιμη ημέρα παραπάνω, δηλαδή 26 ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο και 31 ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο. Εξάλλου σημειώνεται πως εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης που προκύπτει στο πλαίσιο της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης.
ΟΙ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ο εργαζόμενος δικαιούται στη διάρκεια της άδειάς του τις αποδοχές που θα έπαιρνε αν εργαζόταν κανονικά με πλήρη απασχόληση. Στις αποδοχές αυτές συμπεριλαμβάνονται όλα τα καταβαλλόμενα μηνιαία επιδόματα και οι προσαυξήσεις. Δικαιούται επίσης επίδομα αδείας, το οποίο είναι ίσο με τις αποδοχές των ημερών άδειας, με ανώτατο όριο το ½ του μισθού, για τους αμειβόμενους με μισθό ή τα 13 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο. Ο εργοδότης υποχρεούται να προκαταβάλλει τις αποδοχές και το επίδομα άδειας στον εργαζόμενο στην αρχή της άδειας.
ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ
Στο μεταξύ το Εργατικό Τμήμα του Αρείου Πάγου έκρινε ότι δεν επιτρέπεται, ούτε με συμφωνία μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη, η μεταφορά των ημερών της θερινής άδειας και αν υπάρξει τέτοια συμφωνία, αυτή είναι άκυρη (ανίσχυρη), ενώ ο εργοδότης, ο οποίος δεν χορήγησε πλήρη την άδεια στον μισθωτό κατά τη διάρκεια του έτους, είναι υποχρεωμένος να καταβάλει τις αποδοχές του προσαυξημένες κατά 100%.