Όπως αναφέρει η υφυπουργός, η μεγάλη αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών έγινε στην περίοδο μέχρι το 2014. Ο ρυθμός αύξησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών έχει περιοριστεί, ενώ από την άλλη πλευρά καταγράφεται σημαντική αύξηση των εισπράξεων έναντι ληξιπρόθεσμων οφειλών το 2015, το 2016 και το 2017 έναντι του 2014.
Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές αυξήθηκαν κατά 11,7 δισ. ευρώ το 2014, 11,1 δισ. ευρώ το 2015, κατά 7,5 δισ. ευρώ το 2016 και κατά 6 δισ. ευρώ το 2017. Δηλαδή ο ρυθμός αύξησης των οφειλών έπεσε στο μισό μεταξύ του 2014 και του 2017. Και μάλιστα στα ποσά των τελευταίων ετών συμπεριλαμβάνονται και οι ρυθμισμένες οφειλές 762.000 φορολογούμενων που είναι 4,5 δισ. ευρώ, ανέφερε η κ. Παπανάτσιου.
Τα 100 δισ. ευρώ, που αναφέρονται συνεχώς από την αντιπολίτευση και τα μέσα ενημέρωσης, είναι το σύνολο των οφειλών που υπάρχουν από τα βάθη του χρόνου, μεταφέρονται από έτος σε έτος ακόμη και στις περιπτώσεις που θεωρείται απίθανο να εξοφληθούν και δημιουργούν μια πλασματική εικόνα της κατάστασης. Κατά κανόνα οι οφειλές δεν μπορούν να διαγραφούν παρά μόνο αν εξοφληθούν.
Άλλωστε, σημείωσε, το 80% των οφειλετών (σχεδόν 3,2 εκατ. πολίτες) χρωστούν μικρά ή πολύ μικρά ποσά, δηλαδή μέχρι 2.000 ευρώ. Με άλλα λόγια, το 80% των οφειλετών χρωστούν μόλις το 1,0% του συνόλου των οφειλών. Από αυτά τα 3,3 εκατ. οφειλέτες, τα 2,2 εκατ. χρωστούν λιγότερο και από 500 ευρώ ο καθένας.
Πρόκειται για ποσά που είναι διαχειρίσιμα τόσο από την πλευρά του πολίτη όσο και από την πλευρά του Δημοσίου. Από την άλλη πλευρά, 29.000 φορολογούμενοι, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, χρωστούν 88 δισ. ευρώ, δηλαδή σχεδόν το 90% του συνόλου. Σε αυτά, βέβαια, τόνισε η υφυπουργός, περιλαμβάνονται και οφειλές που είναι πρακτικά ανείσπρακτες. Με πολύ αυστηρά κριτήρια, η φορολογική αρχή ήδη έχει χαρακτηρίσει οριστικά ως ανεπίδεκτα είσπραξης τα 13,5 δισ. ευρώ από τα 100 δισ. ευρώ.