Η ανακοίνωση της Στατιστικής Αρχής, σύμφωνα με την οποία το ΑΕΠ το 2017, αυξήθηκε μόλις κατά 1,4% και όχι 1,6% όπως ήταν οι προβλέψεις της κυβέρνησης, της Κομισιόν, αλλά και του ΔΝΤ ανησύχησε τους επιτελείς του υπουργείου Οικονομικών. Το ΔΝΤ από καιρό έχει εκφράσει τις σοβαρές του αντιρρήσεις αναφορικά με την επίτευξη του στόχου για πλεόνασμα 3,5% το 2018, τονίζοντας ότι το καλό αποτέλεσμα του 2017 προήλθε από μη επαναλαμβανόμενα έσοδα και ως εκ τούτου απαιτούνται μέτρα που θα φέρνουν σίγουρο αποτέλεσμα.
Η προχθεσινή εξέλιξη είναι σίγουρα αρνητική και με δεδομένο ότι ο χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης, προήλθε κυρίως από την μειωμένη κατανάλωση δημιουργεί φόβους, ότι το Ταμείο θα απαιτήσει η μείωση του αφορολόγητου να έρθει ταυτόχρονα με την μείωση των συντάξεων, σε 10 μήνες από τώρα. Στην πάντως κυβέρνηση βέβαια ούτε θέλουν να σκέπτονται αυτή την αρνητική εξέλιξη για μία εκλογική χρονιά όπως είναι – με βάση τα σημερινά δεδομένα – το 2019. Η οριστική απόφαση των πιστωτών της χώρας, θα ληφθεί μετά το Πάσχα όταν θα έχει πλέον πιστοποιηθεί από την Eurostat το πλεόνασμα του 2017.
Θυμίζουμε πως η μείωση του αφορολογήτου επιφέρει οριζόντια αύξηση του φόρου εισοδήματος κατά 650 ευρώ, η οποία θα αποτυπωθεί ως μείωση του καθαρού μισθού ή της καθαρής σύνταξης. Ως «οριζόντιο» το μέτρο πλήττει αναλογικά περισσότερο τους χαμηλόμισθους συγκριτικά με τους υψηλόμισθους. Ετσι:
1. Ο μισθωτός των 9.000 ευρώ τον χρόνο θα χάσει 650 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 7,22% του ετήσιου εισοδήματός του. Θα χάσει δηλαδή έναν ολόκληρο μισθό, καθώς ζει με 642 ευρώ τον μήνα.
2. Ο μισθωτός των 30.000 ευρώ τον χρόνο θα χάσει και αυτός 650 ευρώ, αλλά το ποσό αυτό ισούται με το 2,17% του ετήσιου εισοδήματός του που δεν αντιστοιχεί ούτε σε ένα 15νθήμερο.
3. Ο μισθωτός των 60.000 ευρώ θα επιβαρυνθεί με 650 ευρώ ή με το μόλις 1,08% του εισοδήματος, ενώ για ακόμη υψηλότερα εισοδήματα η ποσοστιαία απώλεια πέφτει έως και το 0,3% για να μηδενιστεί για τα λιγοστά στελέχη επιχειρήσεων που δηλώνουν ετήσιες αποδοχές άνω των 200.000 ευρώ ετησίως.