Η διάταξη προβλέπεται στον γνωστό νόμο Κατρούγκαλου, όμως χθες, με καθυστέρηση 20 μηνών, δημοσιεύθηκε η σχετική υπουργική απόφαση. Προσοχή. Η μείωση αφορά μόνο στον κλάδο σύνταξης (κύρια, επικουρική ή και εφάπαξ) και όχι στον κλάδο υγείας, για τον οποίο οι εισφορές θα εξακολουθούν να καταβάλλονται στο ακέραιο.
Βασική προϋπόθεση για την καταβολή μειωμένων κατά 50% εισφορών είναι η συμπλήρωση συνολικά 40 ετών ασφάλισης. Η διάταξη εφαρμόζεται και στην περίπτωση παράλληλης επαγγελματικής δραστηριότητας αλλά και στους ασφαλισμένους του πρώην ΕΤΑΑ, οι οποίοι υπάγονται στις μεταβατικές ρυθμίσεις του νόμου Κατρούγκαλου ως προς τα ποσά των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών τους. Αναλυτικά, για τη συμπλήρωση 40 ετών μπορεί να προσμετρηθεί ο χρόνος πραγματικής ασφάλισης στον ΕΦΚΑ ή και στο ΕΤΕΑΕΠ ή στους εντασσόμενους σε αυτά φορείς, αλλά και ο διαδοχικός χρόνος ασφάλισης, εφόσον έχουν καταβληθεί εισφορές. Συνεπώς, δεν μπορούν να ενταχθούν στη διάταξη όσοι έχουν μεν συμπληρώσει 40 χρόνια ασφάλισης, οφείλουν όμως εισφορές για κάποια από αυτά τα έτη, χωρίς να έχουν ενταχθεί σε ρύθμιση. Προσοχή: ειδικά για τους «επιστήμονες» ασφαλισμένους του ΕΤΑΑ (γιατρούς, μηχανικούς και δικηγόρους), λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του χρόνου ασφάλισης σε αυτό, ανεξάρτητα εάν αφορά χρόνο ασφάλισης μισθωτού ή ελεύθερου επαγγελματία.
Στα 40 έτη, προσμετρούνται οι πλασματικοί χρόνοι οι οποίοι έχουν αναγνωριστεί κι έχουν εξαγοραστεί. Στον αντίποδα, χρόνοι πλασματικοί που αναγνωρίζονται χωρίς εξαγορά (χρόνος επιδότησης λόγω ασθένειας, χρόνος επιδότησης λόγω τακτικής ανεργίας κ.ά.) δεν λαμβάνονται υπόψη για τη συμπλήρωση των 40 ετών ασφάλισης.
Εφόσον πληρούται η προϋπόθεση της συμπλήρωσης των 40 ετών ασφάλισης, ο ασφαλισμένος μπορεί να υποβάλει σχετική αίτηση στον ΕΦΚΑ ή/και στο ΕΤΕΑΕΠ αντίστοιχα, ώστε η ασφάλισή του να συνεχιστεί καταβάλλοντας μειωμένη εισφορά κατά 50% για τα επόμενα έτη. Για τις αιτήσεις που έχουν υποβληθεί από 1/1/2017 και δεν έχουν ακόμη ενεργοποιηθεί, με αποτέλεσμα οι ασφαλισμένοι να καταβάλλουν τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές χωρίς μείωση, σύμφωνα με την απόφαση, τα επιπλέον ποσά που έχουν καταβληθεί θα συμψηφιστούν με τις εισφορές επόμενων μηνών.
Η κατώτατη νέα μειωμένη εισφορά για τον κλάδο κύριας σύνταξης ορίζεται στα 58,6 ευρώ και η ανώτατη μειωμένη εισφορά σε 586,08 ευρώ τον μήνα. Για τα χρόνια που θα καταβάλλεται η μειωμένη εισφορά, θα υπολογιστεί μόνο το ανταποδοτικό σκέλος της σύνταξης και μόνο για το ποσό του εισοδήματος για το οποίο έχει πραγματικά καταβληθεί ασφαλιστική εισφορά. Παράδειγμα: Ασφαλισμένος με μηνιαίο εισόδημα 2.000 ευρώ επιλέγει να υπαχθεί στην κοινοποιούμενη ρύθμιση για το 2018. Ο εν λόγω ασφαλισμένος καταβάλλει για κύρια σύνταξη εισφορές ύψους 200 ευρώ, δηλαδή καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές επί εισοδήματος ύψους 1.000 ευρώ τον μήνα.
Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών, ως μηνιαίες αποδοχές θα ληφθεί υπόψη το ποσόν του μειωμένου εισοδήματος, δηλαδή το ποσόν των 1.000 ευρώ. Το ποσοστό αναπλήρωσης, για τα έτη μετά την 40ετία, είναι 2%. Συνεπώς, εάν μέχρι 31/12/2017 το άθροισμα των συντάξιμων αποδοχών ανέρχεται σε 100.000 ευρώ και για το έτος 2018 καταβληθούν εισφορές υπολογιζόμενες επί εισοδήματος ύψους 12.000 ευρώ (1.000 x 12), τότε οι συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης διαμορφώνονται σε 583,33 (100.000 + 12.000)/192 μήνες (μήνες ασφάλισης από 2002 έως και 2017). Άρα το ποσόν της ανταποδοτικής σύνταξης ανέρχεται σε 261,33 ευρώ (44,80% x 583,33).