Οι «κόκκινοι» δανειολήπτες θα έχουν μια τελευταία ευκαιρία να προχωρήσουν σε ρύθμιση οφειλών προτού έρθουν τα funds. Με τις εποπτικές αρχές -εγχώριες και διεθνείς- να πιέζουν για πιο μαζικές πωλήσεις δανείων, ακόμη και στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο, τα όποια περιθώρια για τους οφειλέτες φαίνεται να στενεύουν επικίνδυνα.
Οι τράπεζες ήδη κάνουν προτάσεις για να ρυθμιστούν οι οφειλές καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε πρόσφατη έκθεσή της διαπίστωνε αυξημένη προσέλευση οφειλετών στα «γκισέ», προκειμένου να ρυθμίσουν τις οφειλές τους και, έτσι, να γλιτώσουν το ακίνητό τους από τον πλειστηριασμό, ενώ αύξηση των ρυθμίσεων κατέγραφαν και τα τελευταία στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ).
Οσον αφορά στα στεγαστικά, η πρόθεση των τραπεζών να μην προχωρήσουν -τουλάχιστον άμεσα- σε πωλήσεις δεν αναιρεί το γεγονός ότι από τις αρχές του χρόνου έπαυσε και τύποις να ισχύει η όποια προστασία για ακίνητα αξίας έως 140.000 ευρώ.
Πάντως ο νόμος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά εξακολουθεί να ισχύει και ο δανειολήπτης - καταναλωτής, μπορεί να προσφύγει στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου, μολονότι το δάνειο του το χειρίζεται ή έχει μεταβιβασθεί σε τρίτο, από τη δανείστρια τράπεζα. Αυτό υπενθυμίζει η Ένωση Εργαζόμενων Καταναλωτών σε μία ανακοίνωση - οδηγό «επιβίωσης» για δανειολήπτες που το δάνειό τους περνά σε Fund.
Ειδικότερα, όπως σημειώνει οι δανειολήπτες θα πρέπει να γνωρίζουν τα εξής:
* Αναγγελία της μεταβίβασης δανείου γίνεται προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσο (δηλαδή, πριν από τη μεταβίβαση ή την ανάθεση διαχείρισης του δανείου σε τρίτον, ο δανειολήπτης – καταναλωτής δεν «αιφνιδιάζεται»).
* Στις περιπτώσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, καθώς και σε περιπτώσεις ανάθεσης διαχείρισης, δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή και δεν επιτρέπεται η μονομερής τροποποίηση όρου σύμβασης, καθώς και του επιτοκίου, πλην των περιπτώσεων στις οποίες έχουν προκαθοριστεί σταθερά κριτήρια προσδιορισμού του. Αυτό σημαίνει ότι ο δανειολήπτης – καταναλωτής δεν «φορτώνεται» μια δανειστική σύμβαση με δυσμενέστερους όρους από αυτούς τους οποίους είχε αρχικά υπογράψει με την τράπεζα.
* Αναγκαία προϋπόθεση για να προσφερθούν προς πώληση οι απαιτήσεις των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι να έχουν προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής, μέσα σε δώδεκα (12) μήνες πριν από την προσφορά, να διακανονίσουν τις οφειλές τους βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής, σύμφωνα και με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας (ν. 4224/2013). Εξαιρούνται από την ως άνω προϋπόθεση απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013, όπως αυτή ισχύει. Κάθε νέος εκδοχέας απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πιστώσεις, δηλαδή οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) και οι Εταιρίες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΑΑΔΠ), οφείλει να εκκινεί εκ νέου τη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ) του Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τραπέζης της Ελλάδος, κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013, διά της αντισυμβαλλόμενης εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων.
* Εκ της ανωτέρω παραγράφου προκύπτει η αυτοτελής υποχρέωση των Εταιριών να εκκινούν εκ νέου τη διαδικασία που προβλέπει ο Κώδικας Δεοντολογίας ανεξαρτήτως αν αυτή είχε ξεκινήσει όσο το δάνειο το διαχειριζόταν η Τράπεζα (πριν από τη μεταβίβαση ή την ανάθεση διαχείρισης του δανείου του σε τρίτον).
* Ο νόμος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά εξακολουθεί να ισχύει και έναντι των ως άνω αναφερόμενων Εταιριών, δηλαδή ο δανειολήπτης – καταναλωτής δεν έχει κανένα κώλυμα να προσφύγει στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου, μολονότι το δάνειό του το χειρίζεται ή έχει μεταβιβαστεί σε τρίτον από τη δανείστρια τράπεζα.