Σε περίπτωση πάντως που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της απλοποιημένης διαδικασίας ή δεν υπάρχει συμφωνία των πιστωτών με αυτό τον τρόπο, ο οφειλέτης μπορεί να επιδιώξει ρύθμιση οφειλών με τη «συμβατική διαδικασία» που προβλέπει ο εξωδικαστικός μηχανισμός. Η απλοποιημένη διαδικασία δεν σημαίνει ότι αποκλείεται η αξιολόγηση της βιωσιμότητας του οφειλέτη. Οι πιστωτές διατηρούν το δικαίωμα αυτό, ενώ σε περίπτωση που πιστωτής, ο οποίος κατέχει την πλειοψηφία του συνόλου των απαιτήσεων, εκτιμήσει τον οφειλέτη μη βιώσιμο, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί η τυποποιημένη διαδικασία.
Καθοριστικής σημασίας για την αποφυγή της κατάχρησης της ρύθμισης είναι η διάταξη που προβλέπει ότι το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία δεν επιτρέπεται να υποβάλουν πρόταση ρύθμισης οφειλών ή να ψηφίζουν υπέρ αυτών εάν ο οφειλέτης έχει περιουσία μεγαλύτερη τουλάχιστον κατά 25 φορές από το συνολικό προς ρύθμιση χρέος.
Τα κριτήρια υπαγωγής στην τυποποιημένη διαδικασία που πρέπει να πληροί σωρευτικά ο οφειλέτης είναι τα ακόλουθα:
• Να έχει θετικό καθαρό αποτέλεσμα προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων κατά την τελευταία χρήση ή σε δύο από τις τρεις τελευταίες χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης στον εξωδικαστικό.
• Το σύνολο των οφειλών του, όπως αυτές θα διαμορφώνονται μετά την αφαίρεση: α) των τόκων υπερημερίας των πιστωτών του ιδιωτικού τομέα, β) του 95% των απαιτήσεων του Δημοσίου από φορολογικά πρόστιμα και γ) του 85% των απαιτήσεων Δημοσίου και ασφαλιστικών ταμείων από προσαυξήσεις και πρόστιμα, μπορεί να είναι έως οκτώ φορές μεγαλύτερο από το καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA).
Οι μηνιαίες δόσεις αποπληρωμής των οφειλών, αφού συμφωνηθεί η ρύθμιση, έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
• Δεν μπορεί να είναι κάτω από 50 ευρώ.
• Ο αριθμός τους προς τράπεζες, Δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία επιτρέπεται να είναι έως 120, προς τους λοιπούς ιδιώτες πιστωτές (π.χ. προμηθευτές) έως 24 και προς εργαζόμενους έως 6. Ωστόσο, εάν η βασική οφειλή προς Δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία είναι έως 3.000 ευρώ ανά πιστωτή ο αριθμός των δόσεων περιορίζεται προς τους εν λόγω πιστωτές το πολύ σε 36.
• Ο αριθμός των δόσεων μειώνεται και σε μια ακόμη περίπτωση: εάν το 2,75% του EBITDA είναι μεγαλύτερο από τη συνολική αρχική μηνιαία δόση, τότε η συνολική μηνιαία δόση αναπροσαρμόζεται ώστε να ισούται με το ποσό αυτό. Το επιπλέον ποσό κατανέμεται συμμέτρως στους πιστωτές και ο αριθμός των δόσεων μειώνεται.
• Για τον υπολογισμό των τοκοχρεολυτικών δόσεων λαμβάνεται υπόψη επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο euribor τριμήνου, προσαυξημένο κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες και με την εισφορά του νόμου 128/1975, εάν είχε προγενέστερα συμφωνηθεί ότι η εισφορά αυτή βαρύνει τον οφειλέτη. Το επιτόκιο είναι κυμαινόμενο για τις δόσεις προς τράπεζες και αναπροσαρμόζεται ανά τρίμηνο με έναρξη την ημερομηνία κατάρτισης της σύμβασης αναδιάρθρωσης των οφειλών. Για τον υπολογισμό των δόσεων προς τους υπόλοιπους πιστωτές το επιτόκιο είναι σταθερό με βάση τον χρόνο υποβολής της αίτησης. Εναλλακτικά ο οφειλέτης μπορεί να προτείνει να καταβάλει την οφειλή του προς Δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία σε 12 ή και λιγότερες άτοκες δόσεις.