Απαντώντας σε ερωτήματα των ελεγκτών της φορολογικής διοίκησης αλλά και βάσει της νομολογίας του ΣτΕ ξεκαθαρίζονται μια σειρά από ζητήματα που αδικούσαν τους φορολογούμενους όπως είναι ο χαρακτηρισμός ως εισόδημα χρημάτων που είχαν κατατεθεί στους λογαριασμούς των φορολογούμενων αλλά προέρχονταν από πώληση ακίνητων ή κινητών αξιών, πράξεις που όμως δεν θεωρούνταν εισόδημα κατά την απόκτησή τους από τη φορολογική νομοθεσία.
Ειδικότερα, στην εγκύκλιο ορίζεται μεταξύ άλλων ότι:
- Δεν υφίσταται προσαύξηση περιουσίας στην περίπτωση κατά την οποία είναι εμφανής η προέλευση ενός χρηματικού ποσού το οποίο εμφανίζεται ως πίστωση στον τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου (εισόδημα από πώληση μετοχών, ομολόγων, περιουσιακών στοιχείων, λήψη δανείου) ακόμη και στην περίπτωση που αυτό δεν είχε δηλωθεί από τον φορολογούμενο στην φορολογική του δήλωση ενώ υπήρχε σχετική υποχρέωση.
- Φορολογούμενοι οι οποίοι κατέθεσαν στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς χρήματα από την πώληση ακινήτων τα οποία δεν αναγράφονται στο συμβόλαιο δεν αποτελεί εισόδημα από αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας.
- Στις περιπτώσεις που ο φορολογούμενος έχει επαναπατρίσει κεφάλαια με τις ρυθμίσεις του 2004 και του 2010 και έχει καταβάλει το σχετικό φόρο τότε εξαντλείται η φορολογική του υποχρέωση για τα ποσά που δηλώθηκαν χωρίς να έχει συνέπειες χαρακτηρισμού τους ως αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας.
- Εφόσον αποδειχθεί ότι πιστώσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς του ελεγχόμενου αποτελούν εισόδημα από ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα τότε φορολογείται ως τέτοια και όχι με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητης προσαύξησης περιουσίας. Μάλιστα όπου προκύπτει ΦΠΑ θα πρέπει να βεβαιωθεί και αυτός.