Τραπεζικά στελέχη εκτιμούν ότι το ένα τρίτο από τις 150.000 που έχουν προσφύγει στον νόμο Κατσέλη κατορθώνει, με διάφορες μεθόδους και πάντα αξιοποιώντας τα «παραθυράκια» του νόμου, να κερδίζει χρόνο και να αποφεύγει τις υποχρεώσεις του.
Οι αλλαγές που προωθούν αποσκοπούν από τη μία πλευρά στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και από την άλλη στην απομάκρυνση των στρατηγικά κακοπληρωτών που βρίσκονται κάτω από το δίχτυ προστασίας που προσφέρει ο νόμος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Έτσι, οι αλλαγές, μεταξύ άλλων, αφορούν: α. στον περιορισμό των αιτήσεων που εκκρεμούν προς εκδίκαση όπου σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα η δικάσιμος έχει οριστεί το 2030 και β. στην αποτροπή του φαινομένου το δάνειο μετά τη ρύθμιση που δίνει το Δικαστήριο να ξανακοκκινίσει, ωστόσο ο δανειολήπτης συνεχίζει να προστατεύεται για όσα χρόνια (σ.σ. συνήθως δέκα) έχει αποφανθεί η ρύθμιση του δικαστηρίου.
Μετά την απόφαση του Ειρηνοδικείου που προβλέπει «κούρεμα» τμήματος της οφειλής και συγκεκριμένο, χαμηλού ύψους δασολόγιο για 10 χρόνια, σημαντικός αριθμός δανειοληπτών πληρώνει 2 ή 3 μήνες και μετά σταματά την αποπληρωμή, με αποτέλεσμα το δάνειο να γίνεται εκ νέου «κόκκινο».
Επίσης, οι τράπεζες προτείνουν και την ενσωμάτωση στον νόμο Κατσέλη των βασικών αρχών του εξωδικαστικού συμβιβασμού για όσες αιτήσεις δεν έχουν εκδικαστεί, μέχρι την τροποποίηση του νόμου. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι θα είναι υποχρεωτική η προσπάθεια εξωδικαστικής διευθέτησης και, αν δεν τα βρουν η τράπεζα με τον δανειολήπτη, τότε η υπόθεση θα φθάνει στα δικαστήρια.