Σε ερώτησή του προς την υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κ. Έφη Αχτσιόγλου, υπογραμμίζει ότι από την πρώτη στιγμή που θεσμοθετήθηκε το συγκεκριμένο άρθρο «για τις συντάξεις χηρείας, αποτέλεσε αντικείμενο σφοδρής κριτικής, από φορείς, όπως ο Σύλλογος Συζύγων Θανόντων Α.Ξ.Ι.Α., και κόμματα, καθώς όπως ελέχθη, καταλύει κάθε έννοια Δικαίου και οδηγεί στην απόλυτη εξαθλίωση τις χήρες και τις οικογένειές τους. Πραγματικά, σύμφωνα με τη δρακόντεια αυτή διάταξη απαγορεύεται να δοθεί η, πετσοκομμένη ήδη από τον ίδιο νόμο, σύνταξη χηρείας σε χήρες που είναι τη στιγμή του θανάτου του συζύγου τους κάτω των 55 ετών».
Ο Θεσσαλός πολιτικός υπενθυμίζει στην ερώτησή του ότι «σύμφωνα με τον νόμο Κατρούγκαλου σε μια γυναίκα που είναι κάτω των 52 ετών όταν αποβιώνει ο σύζυγος, ανεξαρτήτως με τον χρόνο του έγγαμου βίου και με τα χρόνια υπηρεσίας του συζύγου, απονέμεται σύνταξη για 3 χρόνια και μετά η σύνταξη διακόπτεται οριστικά, εκτός αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα ή τέκνα που σπουδάζουν όπου συνεχίζεται μέχρι την ενηλικίωση ή το πέρας των σπουδών. Ενώ για μια γυναίκα που ήταν 52 ως 55 ετών όταν απεβίωσε ο σύζυγος, απονέμεται σύνταξη για 3 χρόνια και έπειτα αφού διακοπεί συνεχίζεται μετά τα 67».
Ο κ. Χαρακόπουλος καταλήγει την ερώτηση αναφέροντας ότι το «ανωτέρω περιστατικό, που συντάραξε το πανελλήνιο, καταδεικνύει ότι δεν υφίσταται πλέον καμία δικαιολογητική βάση για τη διατήρηση μιας διάταξης καταφανώς άδικης και απάνθρωπης, η οποία γυναίκες χτυπημένες από τη μοίρα τις οδηγεί στην απόλυτη εξαθλίωση. Γίνεται αμέσως κατανοητό ότι σε μια εποχή που τα ποσοστά της ανεργίας βρίσκονται στο ‘‘κόκκινο’’, για τις γυναίκες αυτές που θα χάσουν τους συζύγους τους δεν υπάρχει κανένα παράθυρο ελπίδας στην αγορά εργασίας, αλλά τις αναμένει η σκληρή πραγματικότητα της ανεργίας. Η συγκεκριμένη διάταξη αποτελεί, ως εκ τούτου, μνημείο πρωτοφανούς αναλγησίας στη νεοελληνική ιστορία, νομοθετημένη μάλιστα από κυβέρνηση που διατείνεται ότι εκπροσωπεί τις αδύναμες κοινωνικές ομάδες».