Συγκεκριμένα, με βάση την απόφαση, αυτή η διαδικασία ακολουθείται για αιτήσεις με υψηλά ποσά πιστωτικού υπολοίπου, οι οποίες υποβάλλονται από επιχειρήσεις, που:
* Από τη φύση της δραστηριότητάς τους δημιουργούν συστηματικά πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. (βλ. εξαγωγικές).
* Είναι κάτοχοι αδειών Εγκεκριμένου Οικονομικού Φορέα (Α.Ε.Ο. - Authorized Economic Operator) ή αδειών απλουστευμένων διαδικασιών, που έχουν χορηγηθεί κατόπιν αξιολόγησης κριτηρίων και προϋποθέσεων, βάσει του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα.
* Πραγματοποιούν συναλλαγές, που δεν επιβαρύνονται με Φ.Π.Α. σε ποσοστό τουλάχιστον 50% του κύκλου εργασιών τους για σκοπούς Φ.Π.Α., το τελευταίο ημερολογιακό έτος. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι για τις επιχειρήσεις αυτές να εμφανίζουν υψηλό βαθμό φορολογικής συμμόρφωσης. Δηλαδή, σωρευτικά:
- Να έχουν ελεγχθεί για τουλάχιστον τρεις φορολογικές περιόδους και το σύνολο των επιστραφέντων ποσών - μετά τον έλεγχο - να μη διαφέρει πάνω από 5% από το συνολικά αιτούμενο.
- Να μην έχουν υποπέσει σε φορολογικές και τελωνειακές παραβάσεις.
- Να μη χαρακτηρίζονται - βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων ανάλυσης κινδύνου - ως ύποπτοι για συμμετοχή σε απάτη για ενδοκοινοτικές συναλλαγές.
Όπως δήλωσε ο κ. Πιτσιλής, “Βασική μας προτεραιότητα αποτελεί η διευκόλυνση του επιχειρείν, στο πλαίσιο πάντα των δυνατοτήτων μας και του δημοσιονομικού πλαισίου, στο οποίο κινείται η Ελληνική Δημοκρατία. Στόχος μας είναι να χτίσουμε μια σχέση αυξανόμενης εμπιστοσύνης με τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, ενισχύοντας ταυτόχρονα το βαθμό συνέπειας της φορολογικής διοίκησης στις υποχρεώσεις της απέναντι στους φορολογουμένους”.
ΝΕΑ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
Στο μεταξύ νέες διευκρινίσεις σχετικές με την παράταση της ρύθμισης οικειοθελούς αποκάλυψης φορολογητέας ύλης επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων παρέσχε η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων. Η νέα προθεσμία για την υπαγωγή στη ρύθμιση εκπνέει στις 30 Σεπτεμβρίου 2017 και η υπαγωγή σε αυτή συνεπάγεται πλέον αύξηση των ποσοστών πρόσθετων φόρων που επιβάλλονται κατά περίπτωση.
Φορολογούμενοι οι οποίοι δεν έχουν υποβάλει δηλώσεις ή οι δηλώσεις που υπέβαλαν ήταν ελλιπείς ή ανακριβείς, μπορούν μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2017 να υποβάλουν αρχικές ή τροποποιητικές δηλώσεις ανεξαρτήτως αν προκύπτει φόρος –π.χ. μπορεί να υποβληθεί δήλωση για εισοδήματα που απαλλάσσονταν της φορολογίας ή είχαν φορολογηθεί στην πηγή και ορθώς δεν είχαν συμπεριληφθεί στην αρχική δήλωση– αλλά είναι απαραίτητες για κάλυψη τεκμηρίων. Στη ρύθμιση υπάγονται όλοι οι φόροι που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, δηλαδή, φόρος εισοδήματος, ακινήτων, κληρονομιών, δωρεών, ΦΠΑ, χαρτόσημο κ.λπ., εφόσον οι προθεσμίες υποβολής των σχετικών δηλώσεων έληγαν έως την 30ή Σεπτεμβρίου 2016. Φορολογούμενοι για τους οποίους δεν έχει εκδοθεί εντολή ελέγχου και υπαχθούν στη ρύθμιση μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2017, εκτός από τον κύριο φόρο, επιβαρύνονται και με πρόσθετο φόρο 12% (αντί 10%, που ίσχυε μέχρι 31 Μαΐου 2017).
Ο φόρος αυτός αναπροσαρμόζεται ανάλογα με το έτος εντός του οποίου έληξε η προθεσμία υποβολής της αρχικής δήλωσης με συντελεστές αναπροσαρμογής που κυμαίνονται από 25% για έτη έως το 2001, από 5% έως 25% για τα έτη από το 2001 έως το 2009, ενώ είναι μηδενικοί για το 2010 και μετά.