Με το μηνιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων ο Σύνδεσμος ασκεί κριτική σε τέσσερα σημεία της επικείμενης συμφωνίας, αναφέροντας μεταξύ άλλων τα εξής:
«Πρώτον, η συμφωνία για την περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος (Αύγουστος 2018) εισάγει νέες αβεβαιότητες στην οικονομία και υποβιβάζει τις προοπτικές ανάπτυξης. Δεύτερον, αν μας ενδιαφέρει πραγματικά η ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα και η προσέλκυση επενδύσεων, τότε κυβέρνηση και θεσμοί θα έπρεπε να δρομολογήσουν άμεσα από το 2018 τη μείωση του αφορολόγητου και των φορολογικών συντελεστών αντί να τις μεταθέτουν για το 2020, με τις όποιες αβεβαιότητες αυτό συνεπάγεται για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Τρίτον το πρόβλημα του ασφαλιστικού συστήματος παραμένει επί της ουσίας άλυτο. Τέταρτον, τα "θετικά" μέτρα που αντισταθμίζουν δημοσιονομικά τα "αρνητικά" μέτρα, δηλαδή τη μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου, θα ήταν πιο οικονομικά αποτελεσματικό αν κατευθύνονταν στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και σε εν γένει μέτρα στήριξης της σκληρά εργαζόμενης ελληνικής οικογένειας».
Ο ΣΕΒ εκτιμά εξάλλου ότι οι εταίροι (σε αντιδιαστολή με την ελληνική κυβέρνηση) δεν πιστεύουν ότι θα διαμορφωθούν πρωτογενή πλεονάσματα μεγαλύτερα του 3,5% του ΑΕΠ σε μόνιμη βάση και γι΄ αυτό το λόγο ζητούν πρόσθετα μέτρα λιτότητας 2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ το 2019 και το 2020, «ώστε να ενισχυθούν και οι προοπτικές επιτυχούς πρόσβασης του Δημοσίου στις αγορές το 2018, υπό την έννοια ότι η δημοσιονομική πειθαρχία τα επόμενα χρόνια θα είναι διασφαλισμένη».
Και καταλήγει ο ΣΕΒ: «Σε κάθε περίπτωση η ήδη σημειωθείσα καθυστέρηση της αξιολόγησης για πολλούς μήνες έχει επηρεάσει αρνητικά τις οικονομικές εξελίξεις και τις εκτιμήσεις για ανάπτυξη της οικονομίας το 2017 λόγω της παρατεταμένης αβεβαιότητας, με την καταναλωτική εμπιστοσύνη να έχει υποχωρήσει σε χαμηλό 3,5 ετών. Η άρση της αβεβαιότητας αναμένεται να συμβάλλει θετικά στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, αν και η συγκυρία θα εξακολουθεί να υφίσταται τις αρνητικές επιπτώσεις της εφαρμογής του προγράμματος στην εγχώρια ζήτηση».