Αυτό συμβαίνει διότι κάθε επιχείρηση που επιδιώκει να παράγει ποιοτικά, υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντα και υπηρεσίες οφείλει να λειτουργεί νόμιμα, καθώς η τήρηση της νομιμότητας, η συνέπεια και οι καλοί όροι πληρωμής, της επιτρέπουν τη διασφάλιση και προαγωγή του ανταγωνιστικού της πλεονεκτήματος, αναφέρει ο ΣΕΒ.
Για αυτές τις επιχειρήσεις, όταν η φορολόγηση φτάνει σε επίπεδα που δεν επιτρέπουν άλλο την κερδοφόρα λειτουργία, η μεταφορά δραστηριοτήτων στην παραοικονομία δεν αποτελεί λύση, καθώς είναι ασύμβατη με τη διατήρηση του ανταγωνιστικού τους πλεονεκτήματος.
Οι εναλλακτικές λύσεις είναι συγκεκριμένες και αρνητικές: η μετανάστευση, η παύση λειτουργίας και η συρρίκνωση σε μικρά μεγέθη, στα οποία καθίσταται εφικτή η είσπραξη και πληρωμή αδήλωτων χρημάτων και η απασχόληση αδήλωτης ή ημιδηλωμένης εργασίας.
Έτσι, η αγορά εγκλωβίζεται όλο και περισσότερο σε μια επιχειρηματικότητα περιορισμένης προοπτικής, που επιβιώνει στην ημινομιμότητα και δεν μπορεί να προσφέρει ούτε αναπτυξιακή προοπτική ούτε αύξηση της καλοπληρωμένης μισθωτής εργασίας.
Η υπερφορολόγηση στερεί από τις περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις κάθε προοπτική ανάπτυξης και τις καθηλώνει στον άχαρο και επιβλαβή ρόλο άσκησης αθέμιτου ανταγωνισμού εις βάρος των νόμιμων επιχειρήσεων.
Και όταν απουσιάζουν οι δυναμικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δεν αναπτύσσονται ούτε οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η μεγέθυνση της αγοράς στη βάση ενός ισορροπημένου μίγματος οργανωμένων επιχειρήσεων όλων των μεγεθών, που αναπτύσσονται τηρώντας τους νόμους και κανόνες.
Ενδεικτικό παράδειγμα, τα αλκοολούχα ποτά, όπου ο συνδυασμός υπερφορολόγησης και ανοχής της παρανομίας στερεί -ειδικά από τους μικρομεσαίους παραγωγούς- κάθε δυνατότητα ανάπτυξης, παραδίδοντας μια τεράστια αγορά σε οργανωμένα συμφέροντα λαθρεμπόρων, υπό την πρόφαση μιας ιδιότυπης ανοχής υπέρ των πολύ μικρών παραγωγών που κανιβαλίζει την υπόλοιπη αγορά.
Η επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, καλείται να επιβιώσει σε ένα πλαίσιο πρωτοφανούς και διαρκούς αβεβαιότητας, χρηματοδοτικής ασφυξίας που δεν είναι συμβατή με την ανάπτυξη. Αυτό συμπληρώνεται από μια ιδιότυπη κατάσταση φορολογικής ομηρείας. Πέρα από τη θεσμική ασάφεια και αστάθεια, και ειδικά την ανομοιογενή και μαξιμαλιστική εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας, οι φορολογικοί συντελεστές τα τελευταία χρόνια αυξάνονται σταθερά:
Πλέον, η Ελλάδα φορολογεί τις επιχειρήσεις με φόρους σε κέρδη και διανεμόμενα μερίσματα που, μαζί με την ειδική εισφορά, ξεπερνούν το 50%. Τους δε εργαζόμενους και ειδικά τα στελέχη, σε επίπεδα αντίστοιχα με χώρες όπως το Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ιταλία, και υψηλότερα των Σκανδιναβικών χωρών, τονίζει ο ΣΕΒ.