Το καθεστώς άλλαξε άρδην για θανάτους που επέρχονται από 13/5/2016 και μετά. Οι δύο βασικές αλλαγές είναι η θέσπιση ορίου ηλικίας στα 55 και η μείωση του ποσοστού της σύνταξης που δικαιούται η χήρα στο 50% από 70%. Ειδικά όσοι συνταξιοδοτηθούν εντός του 2017 θα πάρουν υπό προϋποθέσεις και «προσωπική διαφορά». Η πολυσέλιδη εγκύκλιος που δημοσιεύθηκε πρόσφατα αφήνει «παράθυρα» παράκαμψης του ηλικιακού ορίου και ξεκαθαρίζει θολές πτυχές.
Αναλυτικά οι ανατροπές που έρχονται, σύμφωνα με το Έθνος, είναι:
1. Ο θανών ασφαλισμένος πρέπει κατά τον χρόνο θανάτου να έχει συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για τη λήψη σύνταξης γήρατος ή αναπηρίας, πλήρους ή μειωμένης. Εδώ υπάρχει δυσμενής αλλαγή για τους «παλαιούς» ασφαλισμένους (πριν από το 1993), για τους οποίους διπλασιάζονται οι απαιτούμενες ημέρες ασφάλισης εντός της τελευταίας 5ετίας. Ο θανών έπρεπε να είχε 1.500 ημέρες ασφάλισης, εκ των οποίων 300 την τελευταία 5ετία, ενώ τώρα απαιτούνται 1.500 ημέρες, εκ των οποίων 600 την τελευταία 5ετία.
2. Θεσπίζεται το 55ο έτος ως όριο ηλικίας του επιζώντος συζύγου για τη θεμελίωση δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω θανάτου και προκύπτουν οι περιπτώσεις:
- Ο επιζών σύζυγος έχει συμπληρώσει τα 55 την ημερομηνία θανάτου: χορηγείται σύνταξη εφ’ όρου ζωής.
- Ο επιζών σύζυγος δεν έχει συμπληρώσει τα 55 την ημερομηνία θανάτου: χορηγείται σύνταξη για μία τριετία και εάν το 55ο έτος συμπληρώνεται εντός αυτής της τριετίας, τότε η σύνταξη επαναχορηγείται στα 67 διά βίου. Αν το 55ο έτος της ηλικίας δεν συμπληρώνεται εντός της τριετίας, μετά τη λήξη της η σύνταξη διακόπτεται και δεν επαναχορηγείται.
Η εγκύκλιος ξεκαθαρίζει πάντων πως υπάρχει εξαίρεση: Εάν η χήρα ή ο χήρος έχουν άγαμα και ανήλικα παιδιά έως 18 ετών ή έως 24 ετών, εφόσον αυτά σπουδάζουν, η σύνταξη χηρείας συνεχίζει να καταβάλλεται και μετά την πάροδο της τριετίας, ανεξαρτήτως ηλικιακού ορίου, στον επιζώντα σύζυγο. Δηλαδή αν η χήρα έχει ανήλικα παιδιά ή παιδιά σπουδαστές έως 24 ετών, δεν χάνει τη σύνταξη ακόμη κι αν είναι αρκετά μικρότερη από 55. Αντίθετα συνεχίζει να την εισπράττει όσο τα παιδιά είναι ανήλικα ή κάτω των 24, εφόσον σπουδάζουν. Αν προλάβει, μάλιστα, να συμπληρώσει τα 55 πριν τα παιδιά ενηλικιωθούν ή πριν τελειώσουν τις σπουδές τους, τότε θα χάσει προσωρινά τη σύνταξη όταν τα παιδιά γίνουν 18 ή 24, αλλά θα την ξαναπάρει διά βίου στα 67. Το ίδιο συμβαίνει και όταν τα παιδιά είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε εργασία ή ο επιζών σύζυγος είναι ανίκανος για κάθε εργασία με ποσοστό 67% και άνω. Η ανικανότητα εξετάζεται εάν υπάρχει κατά τον χρόνο θανάτου και όχι μεταγενέστερα αυτού. Αν δηλαδή το παιδί ή η χήρα καταστούν ανίκανοι για εργασία μετά τον θάνατο, δεν μετράει η ανικανότητα ως προϋπόθεση για τη σύνταξη.
3. Θεσπίζεται ελάχιστο όριο έγγαμης συμβίωσης τα 5 έτη, που θα πρέπει να έχουν συμπληρωθεί μέχρι την ημερομηνία θανάτου. Εδώ η αλλαγή αφορά σε θάνατο ασφαλισμένου, καθώς έχουμε αύξηση: απαιτούνταν 3 χρόνια και τώρα απαιτούνται 5. Ισχύουν εξαιρέσεις αν ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα, αν γεννηθεί παιδί κατά τη διάρκεια του γάμου ή η χήρα τελεί σε εγκυμοσύνη.
4. Τα παιδιά αποβιώσαντος ασφαλισμένου ή συνταξιούχου δικαιούνται σύνταξη λόγω θανάτου, εφόσον είναι τη στιγμή του θανάτου άγαμα και ανήλικα ή έως 24 ετών, εφόσον σπουδάζουν (ή άγαμα και ανίκανα για εργασία, εφόσον η ανικανότητα επήλθε πριν από τα 24). Δικαιούνται το 25% της σύνταξης αν είναι μέχρι δύο (σωρευτικά παίρνουν το 50%). Για τρίτεκνους και άνω το ποσοστό μειώνεται αναλόγως (π.χ. αν υπάρχουν τρία παιδιά το καθένα παίρνει 16,66% της σύνταξης).
Προσοχή: Δεν διακόπτεται η σύνταξη λόγω θανάτου στα παιδιά, αν αυτά αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχοληθούν. Επίσης αν η χήρα / ο χήρος πιάσει δουλειά μετά την πρώτη 3ετία χάνει τη μισή σύνταξη που έπαιρνε. Το ποσό όμως αυτό δεν χάνεται γενικώς, αλλά πηγαίνει στα παιδιά και επιμερίζεται αναλόγως, εφόσον αυτά είναι ανήλικα ή σπουδάζουν. Όταν ενηλικιωθούν αυτό το μερίδιο δεν επιστρέφεται στη χήρα.
5. Αλλάζει ο τρόπος υπολογισμού και συναρτάται πλέον με τη διάρκεια του έγγαμου βίου και τη διαφορά της ηλικίας του θανόντος με τον επιζώντα σύζυγο. Η χήρα παίρνει το 50% της σύνταξης του θανόντος (ενώ έπαιρνε στις περισσότερες περιπτώσεις το 70%). Αν ο θανών ήταν συνταξιούχος, η σύνταξή του επανυπολογίζεται με τον νέο τρόπο (εθνική και αναλογική) και η χήρα παίρνει το 50% της νέας σύνταξης. Το ποσό αυτό ισχύει για την πρώτη 3ετία. Μετά τα τρία χρόνια, αν δεν εργάζεται και δεν λαμβάνει δική της σύνταξη, θα συνεχίσει να παίρνει το ίδιο ποσό (εφόσον έχει τις ηλικιακές προϋποθέσεις). Αν εργάζεται ή παίρνει δική της σύνταξη, η σύνταξη χηρείας περιορίζεται στο μισό (50%).
Προσοχή:
- Αν η χήρα παίρνει σύνταξη γήρατος από ίδιο δικαίωμα δεν θα πάρει ποσό εθνικής σύνταξης για τη σύνταξη χηρείας. Θα λάβει δηλαδή μόνο το μερίδιο που της αναλογεί από την ανταποδοτική.
- Αν ο θανών ήταν συνταξιούχος όταν τελέστηκε ο γάμος και ο επιζών έχει 10 χρόνια και πάνω διαφορά με τον θανόντα -αφαιρουμένου του χρονικού διαστήματος του γάμου- η σύνταξη περιορίζεται.
- Σύνταξη χηρείας υπό αυστηρότερες προϋποθέσεις δικαιούται και ο διαζευγμένος σύζυγος με τουλάχιστον 10ετή γάμο.
- Το συνολικό ποσό σύνταξης των επιζώντων συζύγων και παιδιών δεν μπορεί να υπερβαίνει το 100% της σύνταξης του θανόντος.
6. Όσοι αιτηθούν σύνταξη λόγω θανάτου από 13/5/2016 μέχρι 31/12/2018 δικαιούνται και «προσωπική διαφορά» εφόσον η σύνταξη λόγω θανάτου που δικαιώνεται ο επιζών σύζυγος με το νέο σύστημα υπολογισμού (εθνική - ανταποδοτική) υπολείπεται σε ποσοστό 20% και άνω της σύνταξης που θα έπαιρνε με το παλαιό καθεστώς. Για να βρεθεί η διαφορά συγκρίνεται το καθαρό προ φόρου ποσό του παλαιού τρόπου (αφού αφαιρεθούν όλες οι μνημονιακές περικοπές) με το καθαρό προ φόρου ποσό του νέου τρόπου (αφού αφαιρεθούν η εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων και η κράτηση ασθενείας).
7. Εξομοιώνονται οι έχοντες υπογράψει σύμφωνο συμβίωσης ανεξαρτήτως φύλου με τους έγγαμους. Δηλαδή η χήρα / ο χήρος χάνει τη σύνταξη ακόμη κι αν υπογράψει σύμφωνο συμβίωσης.