Η τράπεζα της Σιένα διασώθηκε λίγο πριν από τα Χριστούγεννα χάρη σε παρέμβαση του δημοσίου, το οποίο θα στηρίξει την τράπεζα με ποσό που ακόμη δεν έχει οριστικοποιηθεί και το οποίο θα κυμαίνεται από 6,6 μέχρι 8,8 δισεκατομμύρια ευρώ.
Μια «προσωρινή κρατικοποιήση» η οποία αναμένεται να διαρκέσει περίπου δυο χρόνια, με κύριο στόχο να προστατευθούν πάνω από πέντε εκατομμύρια καταθέτες και ομολογιούχοι.
Τα προβλήματα, όμως, έχουν βαθιές ρίζες και οι Ιταλοί ελπίζουν, τουλάχιστον αυτή την φορά, το πάθημα να λειτουργήσει και ως μάθημα.
Μέχρι σχετικά πρόσφατα, η Monte Paschi ελεγχόταν από ημικρατικό ίδρυμα, οι ιθύνοντες του οποίου εκπροσωπούσαν, σε μεγάλο βαθμό, την τοπική πολιτική πραγματικότητα της Τοσκάνης, της περιφέρειας -δηλαδή- της Φλωρεντίας: από τον δήμαρχο της Σιένα, μέχρι τον πρόεδρο του νομού και της περιφέρειας.
Είναι σαφές, λοιπόν, ότι πολλές στρατηγικές επιλογές δεν γίνονταν με βάση την οικονομική τους διάσταση και την βεβαιότητα επιστροφής των χρημάτων ή αποδοτικότητας της επένδυσης, αλλά για να ικανοποιηθούν τα αιτήματα φίλων και συμμάχων.
Κατά κύριο λόγο, ο πολιτικός προσανατολισμός ήταν κεντροαριστερός (η όλη περιοχή αποτελεί ιστορικό προπύργιο του πρώην Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο μετεξελίχθηκε σε Δημοκρατικό Κόμμα), αλλά όχι μόνον.
Σύμφωνα με την εφημερίδα Ιl Fatto Quotidiano, η τράπεζα προέβη σε δάνεια προς τις επιχειρήσεις του Σίλβιο Μπερλουσκόνι συνολικού ύψους οκτώ δισεκατομμυρίων ευρώ. Ποσό το οποίο δεν προκύπτει να έχει μέχρι στιγμής επιστραφεί.
Όπως τονίζουν οι αναλυτές, στην περιοχή της Σιένα η Monte dei Paschi χρηματοδοτούσε κάθε είδος δραστηριότητας: το τοπικό πανεπιστήμιο, αλλά και λογοτεχνικά φεστιβάλ με ελάχιστη προσέλευση κοινού και-βεβαίως- την ομάδα μπάσκετ Mens Sana, κύρια στελέχη της οποίας κατηγορήθηκαν για φορολογική απάτη και δόλια χρεοκοπία κατά την περίοδο 2012- 2013.
Και στην περίπτωση αυτή, δηλαδή, τα χρέη είχαν εξαφανισθεί ως δια μαγείας και η ομάδα αναγκάσθηκε τελικά να επιστρέψει τα τρόπαια που είχε κερδίσει την συγκεκριμένη διετία.
Η Mens Sana, μετά την χρεοκοπία της, το 2014, και την τραγική αποδυνάμωση της τράπεζας, αναγκάσθηκε να ανεξαρτητοποιηθεί και πέρυσι εντάχθηκε στην τέταρτη κατηγορία της ιταλικής καλαθοσφαίρισης.
Η ποδοσφαιρική ομάδα που ήλεγχε η τράπεζα της Σιένα, η Robur, ξεκίνησε την νέα πορεία της από το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο.
Και στην περίπτωση της Monte dei Paschi di Siena, όπως απέδειξε δικαστική έρευνα, τα χρέη μπόρεσαν να μείνουν «κάτω από το χαλί», για μια κάποια περίοδο, χάρη στην μέθοδο των τραπεζικών παραγώγων τα οποία, το 2009, δημιούργησαν μεγάλη θολότητα σε ό,τι αφορά την πραγματική οικονομική ευρωστία της τράπεζας - η οποία στο μεταξύ συνεχίζει να βαρύνεται με 27 εκατομμύρια «κόκκινα δάνεια», το 75% των οποίων υπολογίζεται ότι δεν έχει χορηγηθεί σε απλούς πολίτες, αλλά σε μεγαλοεπιχειρηματίες και ιδιωτικές εταιρίες.
Είναι γνωστό, επίσης, ότι η τράπεζα της Σιένα δεν «πέρασε» τα stress test της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το περασμένο καλοκαίρι, και ότι σύμφωνα με την Φρανκφούρτη είναι η μεγάλη ευρωπαϊκή τράπεζα η οποία κινδυνεύει πιο έντονα να χρεοκοπήσει.
Η κυβέρνηση Τζεντιλόνι, κατά συνέπεια, αποφάσισε να προσφέρει ουσιαστικό οικονομικό στήριγμα, από την στιγμή που η επιχείρηση διάσωσης μέσω την ελεύθερης αγοράς -την οποία είχε διαφημίσει και υποστηρίξει και ο Ματέο Ρέντσι- απέτυχε.
Συνολικά η ιταλική κυβέρνηση έχει διαθέσει 20 δισεκατομμύρια ευρώ, για την ενίσχυση όλου του τραπεζικού τομέα και την αποφυγή επικίνδυνων «καταρρεύσεων».
Πρόκειται για την τρίτη κρατική αρωγή προς την Μonte Paschi μέσα σε δέκα χρόνια. Η πρώτη δόθηκε το 2009 από την κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, και η δεύτερη το 2012 με πρωθυπουργό τον τεχνοκράτη Μάριο Μόντι. Και στις δυο αυτές περιπτώσεις πάντως, τα χρήματα που δανείστηκαν, επεστράφησαν τελικά στα κρατικά ταμεία.
Tώρα, το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, σύμφωνα με τον Τύπο ζητά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να βεβαιωθούν ότι «τυγχάνουν σεβασμού όλοι οι σχετικοί ευρωπαϊκοί κανόνες», ώστε να τηρηθεί η δέσμευση βάσει της οποίας «το κράτος μπορεί να μετέχει στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις».
Το Βερολίνο ζητά να αναλάβουν μεγάλο μέρος του συνολικού κόστους οι μέτοχοι και οι ομολογιούχοι, ενώ η κυβέρνηση της Ρώμης ζητά να περιορισθούν στο ελάχιστο οι οικονομικές απώλειες για τους πολίτες.
Η αναμέτρηση θα συνεχισθεί και τους ερχόμενους μήνες, αρχίζοντας από τον καθορισμό του ακριβούς ποσού που απαιτείται για την στήριξη της Monte Paschi.
Ο Ιταλός υπουργός Οικονομικών Πιέρ Κάρλο Πάντοαν θα κάνει ότι μπορεί για να μειωθεί η σχετική εκτίμηση της ΕΚΤ, η οποία αγγίζει τα 8,8 δισεκατομμύρια ευρώ.
Σύμφωνα πάντως με πολλούς σχολιαστές, για την όλη αυτή υπόθεση στο τέλος θα ισχύσει η διαπίστωση που έγινε στο παρελθόν για όλη την Ιταλία και τα δημοσιονομικά της: «to big to fail», είναι δηλαδή «υπερβολικά μεγάλη χώρα για να μπορέσουν να την αφήσουν να χρεοκοπήσει».