Στο πλαίσιο αυτού του σχεδιασμού, αναμένεται να υπάρξει ενεργοποίηση του καθ’ ύλην αρμόδιου υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο υπουργός αναμένεται να επιδιώξει επαφές με κορυφαίους θεσμικούς παράγοντες της Ευρωζώνης, με σκοπό να αμβλυνθούν οι αντιθέσεις και να γίνουν τα πάντα ώστε να λυθούν όλες οι εκκρεμότητες εντός Ιανουαρίου. Αυτή η διακηρυγμένη θέση της ελληνικής πλευράς επιβεβαιώθηκε, σύμφωνα με πληροφορίες, και σε σύσκεψη κορυφαίων κυβερνητικών στελεχών και της ομάδας διαπραγμάτευσης λίγο πριν το σαββατοκύριακο της Πρωτοχρονιάς.
Είναι γεγονός ότι, κατά το τελευταίο διάστημα της γερμανικής ακαμψίας, η ελληνική πλευρά έχει δημιουργήσει συμμαχίες με στελέχη της Κομισιόν, όπως ο Πιέρ Μοσκοβισί, ο οποίος δείχνει να ενδιαφέρεται για επίλυση των διαφορών εδώ και τώρα. Ακόμη, ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, παρά τις αναγκαστικές προσεγγίσεις Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι οι όποιες κινήσεις θα πρέπει να γίνουν πριν ξεκινήσει ο ευρωπαϊκός εκλογικός κύκλος, αρχής γενομένης από την Ολλανδία.
Την ίδια ώρα, ο διοικητής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι επιθυμεί ταχείες κινήσεις, καθώς βασικό του μέλημα αποτελεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ευρωζώνη, κάτι το οποίο περνά από την την ελληνική αξιολόγηση. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποκλειστεί η έναρξη ενός γύρου επαφών του Έλληνα υπουργού Οικονομικών με πρόσωπα τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν θετικές εξελίξεις. Επιπλέον, το προηγούμενο διάστημα οι κορυφαίοι αξιωματούχοι που συνδέονται με το ελληνικό πρόγραμμα έχουν ασκήσει έντονα πιέσεις για ολοκλήρωση της αξιολόγησης πριν τις 26 Ιανουαρίου.
Σύγκλιση πριν από τις 12 Ιανουαρίου
Πρώτο χρονικό ορόσημο της νέας χρονιάς είναι το EWG στις 12 Ιανουαρίου. Σύμφωνα με πληροφορίες, η ελληνική πλευρά θα ήθελε να επιτύχει μεγάλη σύγκλιση στο Staff Level Aggreement, μέχρι τις 11 Ιανουαρίου, ούτως ώστε μετά το πέρας της συνεδρίασης του EWG να έρθουν οι θεσμοί στην Αθήνα με στόχο να υπάρξει τελική συμφωνία μέχρι τις 26 του μήνα.
Η Ελλάδα θέλει να κλείσει το θέμα μέσα στον Ιανουάριο για τρεις λόγους. Πρώτον, για να μην δημιουργηθεί κατάσταση ασφυξίας λίγο πριν την πληρωμή κάποιας δόσης, οπότε η χώρα θα γίνει πιο ευάλωτη σε εκβιασμούς. Δεύτερον, για να μην περιπλακεί το ελληνικό ζήτημα με την αλλαγή ηγεσίας στις ΗΠΑ και τις εκλογές σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Τρίτον και κυριότερο, για να μην χαλάσει το θετικό κλίμα που διαμορφώνεται σταδιακά στην ελληνική οικονομία.
Το ΔΝΤ ως άγνωστος Χ και η εξίσωση του Σόιμπλε
Ωστόσο κανείς δεν θα μπορούσε να αποκλείσει να “συρθεί” η διαπραγμάτευση μέχρι τον Μάρτιο, οπότε και αναμένεται να αποφασίσει το Ταμείο για τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα, μετά την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους που θα έχει δημιουργήσει. Επί της ουσίας, αυτό το ακραίως απαισιόδοξο σενάριο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί εφόσον ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών θα ήθελε να δημιουργήσει προσκόμματα στη διαπραγμάτευση, παρά το ότι η Ελλάδα έχει εκπληρώσει πλήρως τις υποχρεώσεις της. Το βέβαιο είναι ότι κατά το πρώτο τρίμηνο του νέου έτους θα δοθεί το στίγμα των επερχομένων εξελίξεων σε όλη την Ευρωζώνη, καθώς από τη μια ανοίγει ο εκλογικός κύκλος σε ευρωπαϊκές χώρες όπως Ολλανδία, Γαλλία και πιθανότατα Ιταλία, ενώ την ίδια ώρα θα υπάρξουν τα πρώτα “σημάδια” αντίληψης των κινήσεων του νέου Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Η τύχη της αξιολόγησης αναμένεται να κριθεί από τον παράγοντα ΔΝΤ. Το Βερολίνο έχει ξεκαθαρίσει ότι επιθυμεί την παραμονή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα, με χρηματική συμμετοχή και όχι απλώς ως συμβούλου, κάτι το οποίο έχει δηλώσει δημόσια ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ενώ κάτι τέτοιο μετέφερε και η Άνγκελα Μέρκελ στον Αλέξη Τσίπρα κατά την πρόσφατη συνάντησή τους. Είναι γεγονός πως η γερμανική κυβέρνηση έχει δεσμευτεί ενώπιον του Κοινοβουλίου της χώρας για συμμετοχή του ΔΝΤ, έστω και με μικρά δάνεια. Κάτι αντίστοιχο έχει συμβεί και στην Ολλανδία, γεγονός το οποίο πιέζει χρονικά τον πρωθυπουργό κ. Ρούτε, καθώς έχει να αντιμετωπίσει “κάλπες” τον προσεχή Μάρτιο.
Από την πλευρά του, το ΔΝΤ θέτει δύο βασικές προϋποθέσεις για ένταξη στο ελληνικό πρόγραμμα. Πρώτον, την περιγραφή των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους που αναμένεται να ισχύσουν μετά το τέλος του ελληνικού προγράμματος αλλά και τα μακροπρόθεσμα, τα οποία θα ισχύσουν μετά το 2030, ούτως ώστε να καταστεί βιώσιμο το ελληνικό χρέος. Η δεύτερη αφορά το αίτημα για λήψη προληπτικών μέτρων, ύψους 4,2 δισ. ευρώ, από την ελληνική πλευρά μετά το 2018, προκειμένου να “πιαστούν” οι στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5%. Η πρώτη συναντά τη γερμανική άρνηση, ενώ η Αθήνα και μεγάλο μέρος τής Κομισιόν αντιδρούν στη δεύτερη, την οποία όμως επιθυμεί η Γερμανία. Η ελληνική πλευρά έχει αναφέρει σε όλους τους τόνους ότι θα έκανε πίσω μόνο ως προς την επέκταση του «κόφτη» για τη διετία 2019-2020. Τυχόν επιμονή στα 4,2 δισ. ευρώ θα μπορούσε να οδηγήσει σε ρήξη.
Η πρόφαση της Eurostat και η σιγουριά του πλεονάσματος
Όπως είχε τονίσει πρόσφατα ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, το χειρότερο σενάριο θα ήταν να μην επιτυγχάνεται λύση και να σέρνεται η δεύτερη αξιολόγηση προς τον Μάρτιο. Σε μια τέτοια περίπτωση, ένα επιχείρημα που θα μπορούσε να προβάλλει το Βερολίνο για να υπάρξουν καθυστερήσεις στο κλείσιμο της αξιολόγησης είναι η επικύρωση των δημοσιονομικών στοιχείων του 2016 από τη Eurostat, η οποία λαμβάνει χώρα στο πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου.
Σε αυτή την ανακοίνωση, θα περιλαμβάνονται και οι «εθνικολογιστικές προσαρμογές», οι οποίες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων και τις δοσοληψίες του πρώτου διμήνου του 2017 που θα μετρηθούν λογιστικά στο 2016 και συνδέονται με φόρους (ΦΠΑ, ΕΝΦΙΑ) αλλά και με τα κονδύλια του ΕΣΠΑ που θα έρθουν τους πρώτους μήνες του 2017 για αιτήσεις πληρωμών που θα γίνουν μέχρι το τέλος του έτους. Η κυβέρνηση, θα αποστείλει τα τελικά δημοσιονομικά στοιχεία για το 2016 πριν την 1η Απριλίου στην Eurostat (διαδικασία EDP) και αυτή θα πρέπει το τρίτo δεκαήμερο του Απριλίου να εκδώσει την πρώτη πιστοποίηση των δημοσιονομικών στοιχείων για το έτος 2017.
Ωστόσο, η κυβέρνηση θεωρεί δεδομένο ότι έχει ήδη καλυφθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ, οπότε δεν αγωνιά. Άλλωστε, αυτή η σιγουριά οδήγησε στο να δοθεί το εφάπαξ χριστουγεννιάτικο επίδομα στους συνταξιούχους και να δεσμευτεί στους θεσμούς, μέσω της επιστολής Τσακαλώτου, ότι θα επεκτείνει τον «κόφτη» στις συντάξεις εάν δεν πιαστεί το πρωτογενές πλεόνασμα. Κάτι το οποίο δε θεωρεί καν ενδεχόμενο… Το μόνο σημαντικό «αγκάθι» σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν οι προβληματικές καταστάσεις που θα αντιμετώπιζε η πραγματική οικονομία καθώς θα έπαιρναν συνεχώς παρατάσεις οι εκκρεμότητες της δεύτερης αξιολόγησης.