Σύμφωνα με την έρευνα, που διεξήχθη από τις 19 Σεπτεμβρίου έως τις 27 Οκτωβρίου μεταξύ 11.233 επιχειρήσεων, οι ΜμΕ της Ευρωζώνης συνέχισαν να παρουσιάζουν βελτίωση αναφορικά με τον τζίρο τους. Ειδικότερα, κατέγραψαν αύξηση του τζίρου τους σε μεγαλύτερο βαθμό (η διαφορά μεταξύ όσων είδαν αύξηση του τζίρου από εκείνους που σημείωσαν μείωσή του έφθασε το 19%), η οποία αφορούσε όλα τα μεγέθη επιχειρήσεων και τις περισσότερες χώρες.
Οι ΜμΕ στην Ελλάδα συνέχισαν να παρουσιάζουν επιδείνωση του τζίρου τους, αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό από το προηγούμενο εξάμηνο (-4% από -20%). Επίσης, συνέχισαν να δηλώνουν μειώσεις των κερδών τους (-42%), σε ελαφρά μικρότερο βαθμό από την προηγούμενη έρευνα. Μειώσεις κερδών δήλωσαν και οι ιταλικές (-15%), οι γαλλικές (-12%) και οι βελγικές (-6%) ΜμΕ.
Οι ΜμΕ στην Ευρωζώνη συνέχισαν να ανησυχούν λιγότερο για την πρόσβασή τους σε πηγές χρηματοδότησης απ' ό,τι για άλλους παράγοντες που επηρεάζουν την οικονομική τους δραστηριότητα. Η «πρόσβαση στη χρηματοδότηση» ήταν η λιγότερο σημαντική ανησυχία για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις της Ευρωζώνης (με το σχετικό ποσοστό να φθάνει μόλις στο 9%), ενώ κύριος παράγοντας ανησυχίας παρέμεινε η «εύρεση πελατών» (25%), ακολουθούμενος από την «διαθεσιμότητα εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού», το «κόστος παραγωγής και εργασίας», τις αυξημένες «ανταγωνιστικές πιέσεις» και το μη διευκολυντικό «ρυθμιστικό πλαίσιο».
Υπάρχει, ωστόσο, ακόμη μεγάλη απόκλιση μεταξύ των χωρών αναφορικά με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ΜμΕ στην πρόσβασή τους σε εξωτερικές πηγές χρηματοδότησης. Οι ελληνικές ΜμΕ θεωρούν την πρόσβαση σε χρηματοδότηση ως το πιο σημαντικό πρόβλημα (το 24%), όπως και στην Ιρλανδία (ποσοστό 12%) και την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ολλανδία (11%).
Οι ΜμΕ των περισσότερων χωρών της Ευρωζώνης κατέγραψαν μείωση των δανείων σε σχέση με το ενεργητικό τους, με εξαίρεση τις ελληνικές, οι οποίες συνέχισαν να σημειώνουν αύξηση σε μικρό βαθμό (2%) και τις ιταλικές, που δεν δήλωσαν κάποια μεταβολή. Επίσης, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις συνέχισαν να μειώνουν τις δαπάνες τους για τόκους εξυπηρέτησης του χρέους τους, με εξαίρεση τις ελληνικές, τις ιρλανδικές, τις ιταλικές και τις πορτογαλικές που σημείωσαν αυξήσεις.