Συγκεκριμένα, ο δείκτης «διάρκειας του εργάσιμου βίου» στην ΕΕ αυξήθηκε κατά μέσο όρο στα 35,5 χρόνια το 2015, έναντι 33,5 χρόνια το 2005.
Μεταξύ των κρατών μελών, η μεγαλύτερη διάρκεια εργάσιμου βίου το 2015 καταγράφεται στη Σουηδία (41,2 χρόνια) και ακολουθούν η Ολλανδία (39,9 χρόνια), η Δανία (39,2 χρόνια), το Ηνωμένο Βασίλειο (38,6 χρόνια) και η Γερμανία (38 χρόνια). Στον αντίποδα, ο «εργάσιμος βίος» αναμένεται να διαρκέσει λιγότερο από 33 χρόνια στην Ιταλία (30,7 χρόνια), στη Βουλγαρία (32,1 χρόνια), στην Ελλάδα (32,3 χρόνια), στο Βέλγιο, την Κροατία, την Ουγγαρία και την Πολωνία (30,7 χρόνια).
Σε όλα τα κράτη-μέλη, πλην της Λιθουανίας, η διάρκεια του εργάσιμου βίου είναι μεγαλύτερη για τους άντρες, παρά για τις γυναίκες. Στην ΕΕ, το 2015 οι άνδρες εργάζονται κατά μέσο όρο 37,9 χρόνια και οι γυναίκες 32,8 χρόνια.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, τη δεκαετία 2005-2015, η διάρκεια του εργάσιμου βίου αυξήθηκε κατά 0,7 έτη (από 31,6 χρόνια το 2005 σε 32,3 χρόνια το 2015). Για τους άνδρες, τα εργάσιμα χρόνια μειώθηκαν κατά 1,4 έτη (από 37 χρόνια το 2005 σε 35,6 χρόνια το 2015) και για τις γυναίκες αυξήθηκαν κατά 3,1 έτη (από 25,8 χρόνια το 2005 σε 28,9 χρόνια το 2015).
Σημειώνεται, ότι ως δείκτης «διάρκειας του εργασιακού βίου» ορίζεται ο αριθμός των ετών που ένα άτομο θεωρείται ενεργό στην αγορά εργασίας κατά τη διάρκεια της ζωής του.