Ως ιδιαίτερα αρνητικό σημείο επισημαίνεται από τον ΣΕΤΕ, η πτώση -3%, ήτοι περίπου 104 εκατ. ευρώ, τον Ιούλιο, εξέλιξη που κατά πάσα πιθανότητα θα επηρεάσει τα ετήσια αποτελέσματα, όπως εξηγεί.
Οι αυξήσεις άνω του 10% στο καλάθι του τουρίστα, οι διαδοχικές αυξήσεις των συντελεστών ΦΠΑ, η κατάργηση των μειωμένων συντελεστών των νησιών, καθώς και οι επιβαρύνσεις όλων των επιμέρους κλάδων του τουρισμού με νέα τέλη και φόρους, ενέτειναν την αλλαγή στην καταναλωτική τάση των τουριστών, με κύριο χαρακτηριστικό τις συγκρατημένες δαπάνες σε σχέση με προηγούμενες χρονιές, σύμφωνα με τον ΣΕΤΕ.
Παράλληλα, οι τουριστικές επιχειρήσεις, για να καταφέρουν να παραμείνουν ανταγωνιστικές ύστερα και από την αρνητική εξέλιξη των μεγεθών κατά το πρώτο εξάμηνου του έτους, προώθησαν στην αγορά πακέτα μειωμένων τιμών «τελευταίας στιγμής», που σε συνδυασμό με την απορρόφηση του ΦΠΑ, επηρέασαν την τιμολογιακή τους πολιτική, καταγράφοντας τελικά πτώση εσόδων.
Επιπρόσθετα, αφήνοντας πλήρως ανεξέλεγκτη την αγορά των ενοικιαζόμενων καταλυμάτων, το κράτος έχει ήδη απωλέσει σημαντικά έσοδα, τα οποία πιθανότατα θα είχαν αποτρέψει τις πρόσθετες επιβαρύνσεις στην ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος και στα αποτελέσματα των τουριστικών επιχειρήσεων.
Τέλος, η χώρα μας δεν επωφελήθηκε στον δέοντα βαθμό από την γεωπολιτική κατάσταση της Ανατολικής Μεσογείου, χάνοντας την ευκαιρία να κεφαλαιοποιήσει το γεγονός, ότι παρά το προσφυγικό / μεταναστευτικό ζήτημα, η Ελλάδα παραμένει ο πλέον ασφαλής τουριστικός προορισμός σε σχέση με την ευρύτερη περιοχή, τονίζει στην ανακοίνωση του ο ΣΕΤΕ.