Να μετριάσει τις αναχρονιστικές διατάξεις του Ν. 1882/1990 που προβλέπουν πως συμφωνητικά που καταρτίζονται μεταξύ επιτηδευματιών ή τρίτων για οποιοδήποτε συναλλαγή θεωρούνται από την αρμόδια εφορία διαφορετικά είναι ανίσχυρα και δεν έχουν κανένα έννομο αποτέλεσμα επιχειρεί η γενική γραμματέας Δημοσίων Εσόδων Κατερίνα Σαββαΐδου εναρμονιζόμενη με δικαστικές αποφάσεις.
Χθες ανακοινώθηκε πως η ΓΓΔΕ συνεχίζοντας τις προσπάθειες για τον εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών προς τους φορολογούμενους εξέδωσε απόφαση σύμφωνα με την οποία τα συμφωνητικά μεταξύ των επιτηδευματιών θα υποβάλλονται ηλεκτρονικά μέσω Taxis μέχρι το τέλος των μηνών Απριλίου, Ιουλίου, Οκτωβρίου και Ιανουαρίου για το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο. Με την απόφαση αυτή καταλαμβάνονται όλα τα συμφωνητικά που υπογράφονται από 1η Ιανουαρίου 2015 και εφεξής. Η ηλεκτρονική υποβολή είναι μεν ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση , ωστόσο η σχετική πρόβλεψη για κοινοποίηση των συμφωνητικών στη εφορία κανονικά θα πρέπει να εκλείψει.
Με την υπ’ αριθμ. 1638/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε, ότι τα συμφωνητικά που υπογράφονται μεταξύ επιτηδευματιών ή τρίτων είναι ισχυρά και νόμιμα, ακόμα και αν δεν υποβληθούν για θεώρηση στην αρμόδια εφορία. Ουσιαστικά, η απόφαση αυτή περιόρισε την ισχύ των συμφωνητικών αυτών μόνο έναντι της φορολογικής αρχής, εφόσον δε θεωρηθούν, χωρίς να επηρεάζει το κύρος τους έναντι των συμβαλλομένων ιδιωτών.
Σύμφωνα με σκεπτικό της απόφασης του Αρείου Πάγου, η φορολογική διάταξη (παρ. 16, του άρθρου 8, του Ν. 1882/1990) που καθιέρωνε τη θεώρηση των συμφωνητικών από την αρμόδια εφορία, αποσκοπούσε στη περιστολή τη φοροδιαφυγής και συγκεκριμένα στο «…να μη διαφεύγουν εισοδήματα από την φορολογία με την κατασκευή εκ των υστέρων ανακριβών φορολογικών στοιχείων και συνακόλουθα να διαπιστώνεται η φοροδοτική ικανότητα και να επιβάλλεται το προσήκον φορολογικό βάρος».