- Για τον κατώτατο μισθό, τονίζεται ότι οι κοινωνικοί εταίροι επιζητούν να επανέλθει το παλαιό σύστημα καθορισμού, μέσω συλλογικής σύμβασης. «Πιστεύουμε ότι έχουμε πάρει όλοι τα μαθήματά μας από το παρελθόν και μία τέτοια λύση αποτρέπει τον υπαρκτό κίνδυνο με το σημερινό σύστημα, ένας λαϊκιστής υπουργός Εργασίας να δώσει υπερβολικές αυξήσεις, μόλις δει τα πρώτα ίχνη της ανάκαμψης, αγνοώντας τις επιπτώσεις σε μία εύθραστη οικονομία», προστίθεται.
- Για τις συλλογικές συμβάσεις, επισημαίνεται ότι οι επιχειρησιακές πρέπει να κατισχύουν και ότι πρέπει να αλλάξει το καθεστώς της λεγόμενης «υποχρεωτικής διαιτησίας», όπως εφαρμόζεται στην Ελλάδα.
- Για τις ομαδικές απολύσεις, η πρόταση του Συνδέσμου είναι να εφαρμοσθεί η κοινοτική νομοθεσία, χωρίς δυνατότητα πολιτικών παρεμβάσεων που προβλέπεται σήμερα και να χρησιμοποιηθούν κοινοτικοί πόροι, οι οποίοι μπορούν να ελαφρύνουν μέρος από το πρόβλημα που δημιουργείται στο προσωπικό.
- Για τις απεργίες, να εκλογικευτεί η απεργιακή νομοθεσία, ιδιαίτερα σε τομείς που παρέχουν υπηρεσίες κοινής ωφέλειας ή που εξυπηρετούν το γενικό οικονομικό συμφέρον (εταιρείες που παρέχουν ηλεκτρισμό, ύδρευση, επικοινωνίες, αλλά και μεταφορές, υγεία, κ.λπ). «Οι απεργοί δεν μπορούν να κρατούν "όμηρο" την οικονομία ή να μην παρέχουν ελάχιστες ζωτικής σημασίας υπηρεσίες», αναφέρει ο Σύνδεσμος.
Ο ΣΕΒ επικαλείται στοιχεία για υπερβολικό αριθμό απεργιών στη χώρα μας, ζητά να διασφαλίζεται η, «όσο το δυνατόν, πιο γνήσια εκπροσώπηση της βούλησης των εργαζομένων, που ενίοτε καταστρατηγείται από μειοψηφίες», όπως και το δικαίωμα να εργαστούν, σε όσους το θέλουν.
Εξάλλου, σχετικά με τα μέσα ενημέρωσης, ο ΣΕΒ σημειώνει: «Το νομοσχέδιο για τη δημιουργία μίας ηλεκτρονικής πλατφόρμας διάθεσης διαφημιστικού χρόνου αποτελεί μία ελληνική πατέντα πάνω σε τεχνολογίες αιχμής, που έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούνται στις ΗΠΑ για την αγορά και διανομή διαφημίσεων έναντι τηλεοπτικού περιεχομένου, μέσω μίας τεχνολογικά αυτοματοποιημένης και βασισμένης σε ψηφιακά δεδομένα πλατφόρμας (ProgrammingTV), που διακινούνται, μέσω διαδικτύου, κινητών, τηλεόρασης και καλωδιακών δικτύων. Η μεταφορά της στην ελληνική πραγματικότητα και η επιβολή της διά νόμου και όχι μέσα από διεργασίες ιδιωτικοοικονομικού χαρακτήρα είναι προσχηματική και παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της οικονομικής ελευθερίας. Όπως και με τον νόμο για την αδειοδότηση περιορισμένου αριθμού τηλεοπτικών σταθμών, λειτουργούντων σε καθεστώς ελεγχόμενου ανταγωνισμού και προκαθορισμένου κόστους, έτσι και με το νομοσχέδιο για τη διάθεση διαφημιστικού χρόνου, πλήττεται η ελευθερία των συναλλαγών και ο ελεύθερος ανταγωνισμός. Και ενώ στις ΗΠΑ, η τεχνολογία αυτή δεν έχει αποκτήσει, παρά ελάχιστη αποδοχή, καθώς δημιουργεί ασυνέχειες στην αγορά, η ελληνική κυβέρνηση σχεδιάζει να την εφαρμόσει υποχρεωτικά στο σύνολο της τηλεοπτικής αγοράς, επιβάλλοντας και πρόσθετη φορολόγηση 10% του διακινούμενου κύκλου εργασιών από διαφημιστικό έσοδο, για να καλύψει τη λειτουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας και άλλων συναφών αναγκών πολιτικού σχεδιασμού της ούτως ελεγχόμενης αγοράς τηλεοπτικών σταθμών. Και οι δύο νόμοι αργά ή γρήγορα είναι πιθανό να κριθούν αντισυνταγματικοί και θα καταπέσουν. Η αναστάτωση, όμως, που προκαλείται στην αγορά είναι ανεπίτρεπτη, ιδίως σε μία περίοδο όπου πολλές επιχειρήσεις προσπαθούν απλά να επιβιώσουν».