Μεγάλο πλήγμα στις ελληνικές εξαγωγές θα επιφέρει η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αποτελεί την έβδομη παγκοσμίως αγορά για τα ελληνικά προϊόντα και τον 14ο μεγαλύτερο προμηθευτή της Ελλάδας ενώ η συνολική αξία των εξαγωγών προς τη Μεγάλη Βρετανία ανήλθε το 2015 στο 1,07 δις ευρώ. Η πορεία των εξαγωγών ήταν θετική σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 2,1%, σε επίπεδο τελευταίας 5ετίας (2011-2015). Μάλιστα, πέρυσι οι ελληνικές εξαγωγές κατέγραψαν αύξηση κατά 10,8% σε σχέση με το 2014. Στον αντίποδα, οι ελληνικές εισαγωγές από τη Βρετανία, ακολουθούν πτωτικούς ρυθμούς (-2,3% σε μέσο όρο 5ετίας) και διαμορφώνονται στα επίπεδα του 1,19 δις ευρώ.
Όπως σχολίασε η πρόεδρος του ΠΣΕ, Χριστίνα Σακελλαρίδη «στην Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια ζήσαμε από πρώτο χέρι στην πραγματική οικονομία τις συνέπειες της αβεβαιότητας επί των μακροοικονομικών προοπτικών της οικονομίας. Καθίσταται σαφές ότι η αστάθεια αυτή μεταφέρεται πλέον πολλαπλάσια και στην οικονομία της Ευρώπης, όπως μαρτυρούν και οι πρώτες αντιδράσεις των κεφαλαιαγορών.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι επίκειται ακόμη μεγαλύτερη υποτίμηση της στερλίνας και τάση εξίσωσής της με το ευρώ μεσοπρόθεσμα, γεγονός που θα καταστήσει τα ευρωπαϊκά προϊόντα (και άρα και τα ελληνικά) ακριβότερα και λιγότερο ελκυστικά στη βρετανική αγορά. Αντίθετα, θα καταστούν φθηνότερα τα βρετανικά προϊόντα με άμεση συνέπεια την πρόκληση νέας ανισορροπίας στο διμερές εμπορικό ισοζύγιο. Ωστόσο, οι πιέσεις προς την στερλίνα, ενδέχεται να συμπαρασύρουν και το ευρώ έναντι του δολαρίου, γεγονός που θα απορροφήσει ένα μέρος των αρνητικών πιέσεων και θα επιτρέψει διέξοδο των ευρωπαϊκών (και ελληνικών) προϊόντων προς Τρίτες Χώρες. Σε διμερές επίπεδο, η κατάσταση ασφαλώς θα γίνει ακόμη πιο δυσχερής, ειδικά αν επιβληθούν και δασμοί στο διασυνοριακό εμπόριο ΕΕ-Βρετανίας και δεν υπάρξει μία «ενδιάμεση» λύση, τύπου ειδικού καθεστώτος, στα πρότυπα των σχέσεων με τη Νορβηγία ή το Λιχτενστάιν.