Ανατρέχοντας στην ιστορικότητα του ΦΠΑ, σημειώνουμε πως καθιερώθηκε στην Ελλάδα το 1987 και από τότε, σχεδόν πάντα αυξάνεται. Ακόμα και εάν έχουν μεσολαβήσει πάνω από δώδεκα κυβερνήσεις και πολυάριθμοι υπουργοί Οικονομικών, που χαρακτηρίζονται από ουσιαστικές ιδεολογικές διαφορές μεταξύ τους, είχαν κάποια αμετάβλητα στον χρόνο κοινά χαρακτηριστικά. Όλοι, κατά καιρούς, ήταν προεκλογικά, υπέρ της σταδιακής μείωσης των φορολογικών βαρών, όλοι αναγνώριζαν ότι οι έμμεσοι φόροι είναι άδικοι, όλοι μιλούσαν για πάταξη της φοροδιαφυγής από Φ.Π.Α., ώστε να μην πληρώνουν τα συνήθη υποζύγια. Τελικά, πολλοί, αν όχι όλοι, μετεκλογικά υπέκυψαν στην εύκολη λύση της αύξησης του ΦΠΑ, χωρίς να κάνουν σχεδόν τίποτε για να αυξήσουν την εισπραξιμότητά του.
Οι ελάχιστες εξαιρέσεις μείωσης του ΦΠΑ, προέκυψαν το 1992, όταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατήργησε τον συντελεστή 36% για τα είδη πολυτελείας, το 1989, όταν προεκλογικά η κυβέρνηση Παπανδρέου μείωσε για ένα χρόνο τον συντελεστή Φ.Π.Α. από το 18% στο 16%, ενώ η κυβέρνηση Σαμαρά μείωσε προσωρινά τον συντελεστή στην εστίαση από το 23% στο 13%. Στα 29 χρόνια ζωής του ΦΠΑ, αυτές ήταν οι μοναδικές περιπτώσεις μείωσης.
Από το 1987 έως το 1992, από το 1992 έως το 2005 και από το 2005 έως το 2010, οι αλλαγές ήταν οριακές, ενώ μετά 2010 η κατάσταση έγινε ανεξέλεγκτη. Πρώτη αύξηση το 2005, επί Αλογοσκούφη. Το 2007 ο ίδιος εισηγείται νέο πακέτο μέτρων με νέα αύξηση ΦΠΑ. Επί υπουργίας Γ. Παπακωνσταντίνου έγιναν τρεις αυξήσεις σε ένα χρόνο. Τον Μάρτιο του 2010 μία μονάδα, τον Ιούλιο του 2010 δύο μονάδες στον υψηλό συντελεστή και την 1η Ιανουαρίου του 2011 άλλες δύο μονάδες στον μειωμένο και στον υπερμειωμένο ΦΠΑ. Oι τρεις συντελεστές 4,5%, 10% και 19% αυξάνονται το 2011, αντίστοιχα, σε 6,5%, 13% και 23%. Το 2015, αντί για τη συνήθη αύξηση συντελεστών, έχουμε μετατάξεις αγαθών στον υψηλό συντελεστή με στόχο την αύξηση των εσόδων από ΦΠΑ κατά 1,3 δισ. με το εισπρακτικό αποτέλεσμα για άλλη μια φορά άκαρπο. Το 2016, το 19,3% των ληξιπρόθεσμων οφειλών, ύψους 86,3 δις ευρώ στο δημόσιο, αφορά στον ΦΠΑ και ανέρχεται σε 17 δισ.