Στα ύψη εκτοξεύεται η απαισιοδοξία των Ελλήνων για τις προοπτικές της οικονομίας το 2016, η εργασιακή ανασφάλεια και η ανάγκη να περιορίσουν κι άλλο τις οικογενειακές δαπάνες. Αξιοσημείωτα είναι τα στοιχεία της έρευνας Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης της Nielsen, σύμφωνα με τα οποία, 8 στους 10 δέκα Έλληνες βλέπουν ύφεση και φέτος, 5 στους 10 ανησυχούν για την εργασία τους και οκτώ στους δέκα προσπαθούν να περιορίσουν τα έξοδά τους.
Όπως προκύπτει από την έρευνα, που αφορά στο τέταρτο τρίμηνο του 2015, ο παγκόσμιος δείκτης αισιοδοξίας των καταναλωτών παγκοσμίως μειώθηκε κατά 2 μονάδες ενώ στην Ελλάδα ο δείκτης παρέμεινε σταθερός σε σχέση με τα δύο προηγούμενα τρίμηνα αλλά μειωμένος κατά 12 μονάδες σε σχέση με την αρχή του έτους.
Σημαντική είναι η αύξηση όσων πιστεύουν ότι η χώρα θα συνεχίσει να βρίσκεται σε οικονομική ύφεση και το 2016, φτάνοντας το 85% των ερωτηθέντων, αυξημένο κατά 6 μονάδες σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και 31 μονάδες σε σχέση με την αρχή του έτους.
Παράλληλα με τις ανησυχίες για την οικονομία της χώρας, 8 στους 10 ερωτώμενους φαίνεται να ανησυχούν και για την προσωπική οικονομική τους κατάσταση, γεγονός που διαφαίνεται και από τα υψηλά ποσοστά όσων δεν τους περισσεύουν καθόλου χρήματα (32% έναντι 28%) αλλά και όσων διαθέτουν τα χρήματα που τους περισσεύουν για την αποπληρωμή χρεών, πιστωτικών καρτών και δανείων (35% έναντι 33%).
Η Ελλάδα ακολουθεί την γενικότερη τάση ως προς την οικονομία και την εργασιακή ανασφάλεια, μόνο που είναι διπλάσια τα ποσοστά των πολιτών που ανησυχούν για την εργασία τους (42% έναντι 19%), την οικονομία (38% έναντι 20%) και τα χρέη/ οφειλές τους (24% έναντι 11%) σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αξίζει να σημειωθεί, πως η ανησυχία για κάποιο ενδεχόμενο πόλεμο (11%) σημείωσε αύξηση κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες ενώ στον αντίποδα οι ανησυχίες για τη μετανάστευση (5%) μειώθηκαν στα συνήθη επίπεδα.
Εξάλλου οκτώ στους δέκα Έλληνες προσπαθούν σε σταθερή βάση να περικόψουν τα έξοδα του νοικοκυριού τους. Οι κύριες ενέργειες περικοπής των εξόδων συνεχίζουν να εντοπίζονται στην αγορά φθηνότερων τροφίμων, στην μείωση των δαπανών για διασκέδαση εκτός σπιτιού και στα έξοδα για ρουχισμό και παραγγελία έτοιμων γευμάτων στο σπίτι. Από τα παραπάνω, η μείωση των παραγγελιών έτοιμων γευμάτων στο σπίτι και η αγορά φθηνότερων ταχυκίνητων καταναλωτικών αγαθών φαίνεται ότι θα αποτελέσουν μόνιμη συνήθεια για μια μεγάλη μερίδα καταναλωτών, δηλαδή ακόμα και όταν οι οικονομικές συνθήκες βελτιωθούν.