Σε μια τυπική διαδρομή από την πλατεία Λαού έως την Κεντρική πλατεία, τουλάχιστον ένα χρόνο πριν, συναντούσες περισσότερους από δέκα ανθρώπους να ζητούν βοήθεια. Περπατώντας στα στενά του κέντρου της πόλης όλο και κάποιοι στέκονταν εκεί είτε με τα καροτσάκια τους, είτε με τα μωρά τους και ζητούσαν χρήματα.
Στις καφετέριες κάποιοι διηγούνταν πονεμένες ιστορίες προκειμένου να εξασφαλίσουν λίγα ευρώ, ή πουλούσαν στυλό, χαρτομάντιλα. Δεν υπήρχαν ηλικίες. Από τον 8χρονο πιτσιρικά μέχρι τον ηλικιωμένο αλλοδαπό, που ένας Θεός ξέρει πώς βρέθηκε στη Λάρισα. Πίσω από τις καθημερινές ιστορίες ανθρώπων που ζητούν ένα κομμάτι ψωμί, κρύβονται τραγικές φιγούρες. Άνθρωποι που στην πλειοψηφία τους υποφέρουν, άνθρωποι που πρόσφατα έχασαν το σπίτι τους, άνθρωποι που οφείλουν πολλά χρήματα, άνθρωποι που δεν μπορούν να επιβιώσουν πια. Αυτοί αποκαλούνται νεοάστεγοι, όπως άλλωστε τους έχουν ονομάσει μη κυβερνητικές οργανώσεις που ασχολούνται με το συγκεκριμένο θέμα τα τελευταία χρόνια.
Κάτι τέτοιες ημέρες περπατούσες σε κεντρικά σημεία, και έβλεπες σε κάθε γωνία και έναν επαίτη ή μια γυναίκα με ένα μωρό. Φέτος η εικόνα που παρουσιάζει το κέντρο της Λάρισας είναι διαφορετική. Προφανώς εξαιτίας των συχνών αστυνομικών ελέγχων το φαινόμενο το τελευταίο διάστημα έχει περιοριστεί.
Κάποιοι που έχουν απομείνει τους συναντά κανείς συνήθως Σάββατο έξω από μεγάλα σούπερ μάρκετ. Στη Λάμπρου Κατσώνη, Σάββατο μεσημέρι μία γυναίκα με ένα παιδί «Παρακαλώ, πεινάω!». Κάποιοι τη βοηθούν, ανοίγουν τις σακούλες με τα ψώνια που έκαναν και προσφέρουν κάτι σε εκείνη και το παιδί. Κάποιοι άλλοι αδιαφορούν. Αυτή είναι και η καθημερινή ιστορία με τους ζητιάνους, επαγγελματίες ή μη.
Ανάλογη είναι η εικόνα έξω από τις εκκλησίες. Κυριακή πρωί στον ιερό ναό των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Ένας άνδρας και μια γυναίκα στη μία είσοδο, ένας ηλικιωμένος και μια μικρομάνα στην άλλη. Ζητούν βοήθεια και κάνει κρύο. Μόνο στα συγκεκριμένα σημεία βγαίνουν, και μόνο Κυριακές ή σε μεγάλες γιορτές. Εξάλλου είναι γνωστή σε όλη την πόλη η δράση της συγκεκριμένης ενορίας. Ο κόσμος ανταποκρίνεται. Ειδικά στη γυναίκα που κρατά στην αγκαλιά της, τυλιγμένο μέσα σε κουβέρτα το μωρό.
Όσο πλησιάζει κανείς προς το Αρχαίο Θέατρο της πόλης, κάπου κοντά στη συμβολή της Παπαναστασίου με τη Βενιζέλου από νωρίς το απόγευμα κοιμάται ένας άστεγος. Μόνο ένα χαρτόνι έχει για στρώμα και ένα σκέπασμα. Άνθρωποι που κοιμούνται με μια τρύπια κουβέρτα και εσύ κρυώνεις μέσα στο πουπουλένιο σου πανωφόρι, ντυμένος σαν κρεμμύδι. Ένας άλλος στην πλατεία Λαού φαίνεται πως στάθηκε πιο «τυχερός» πρόλαβε παγκάκι. Σου πιάνεται η ψυχή. Άνθρωποι που αναζητούν ένα καταφύγιο για να εξασφαλίσουν λίγες ώρες ύπνου.
Βέβαια είναι και οι επαγγελματίες επαίτες. Που ζητιανεύουν εξαπατώντας τον κόσμο. Αν θα χωρίζονταν σε κατηγορίες θα μπορούσαν να ήταν αυτοί που το κάνουν από οικονομική ένδεια. Συνήθως πρόκειται για ηλικιωμένους και αλλοδαπούς. Η επόμενη κατηγορία όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω είναι επαίτες – επαγγελματίες. Είναι αυτοί που βγαίνουν στις γιορτές, που έχουν συγκεκριμένα σημεία που στέκονται και άτομα που πλησιάζουν. Μετά είναι οι επαίτες – έμποροι. Αυτοί που συνήθως πωλούν και κάτι. Χαρτομάντιλα, στυλό, αναπτήρες. Πλησιάζουν σε καφετέριες, δεν νιώθουν ζητιάνοι και κινούνται διακριτικά. Συγχρόνως είναι οι επαίτες -απατεώνες. Πρόκειται για εκείνους που προσποιούνται τους ανάπηρους, ή ότι βιώνουν ανύπαρκτα δράματα, αλλά και για όσους κάνουν εράνους λέγοντας ότι πρόκειται για πρώην χρήστες και ότι προέρχονται από δομές αποτοξίνωσης. Βέβαια είναι και αυτοί που έχουν εκπαιδευτεί από κάποιους άλλους προκειμένου να ζητιανεύουν. Εξάλλου είναι αρκετές οι περιπτώσεις που είχαμε δει και στην πόλη μας, παιδιά σε αναπηρικά καροτσάκια, με κομμένα χέρια και πόδια που κάποιοι τα εκμεταλλεύονταν για να εισπράττουν τα χρήματα.
Ζωή Παρμάκη