Του Δημήτρη Χατζηευθυμίου …Κι όταν στη Λάρισα λέμε μπουζούκια η πρώτη σκέψη πάει στο «Φάληρο». Μετά την ΑΕΛ, είναι το άλλο …σήμα κατατεθέν αυτής της πόλης. Συνυφασμένο με τη νυχτερινή διασκέδαση, συνδέεται μαζί της εδώ και πάνω από μισό αιώνα. «Φάληρο», σημαίνει μπουζούκια και λαϊκή διασκέδαση. Χωρίς φαγητό, μόνο ποτό, πίστα, χορός και …μεγάλη ιστορία. Όλα τα «πρώτα ονόματα» του ελληνικού πενταγράμμου πέρασαν από εδώ. Όλα, εκτός από δύο: Ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, δεν τραγούδησαν στο λαρισινό πάλκο. Πρωτάνοιξε το 1955, «ανέβηκε» την εποχή του δολαρίου, μεσουράνησε τη δεκαετία του ΄80, βιώνει σήμερα και αυτό την κρίση της ελληνικής κοινωνίας. Κρατιέται όμως στο ύψος του: Καθημερινό λαϊκό πρόγραμμα, παρότι οι μεγάλοι του λαϊκού, με τελευταίο τον Μίμη Γκιουλέκα, έχουν «φύγει», ο «Γιάννης που περπατάει» στα 80 ευρώ ακόμη και για 12μελή παρέα (!), το πιάτο σπάει κανονικά, το λουλουδικό πέφτει. Και μόνο τα μπροστινά τραπέζια είναι βιδωμένα στο πάτωμα για να μην καταλήγουν στην πίστα από θερμόαιμους νεαρούς, απειλώντας τη σωματική ακεραιότητα των τραγουδιστών. Για το νυχτερινό αυτό «θεσμό» της Λάρισας, που έγινε γνωστός και στο πανελλήνιο, συζητάμε με τον εκ των αδελφών-ιδιοκτητών του κ. Ηλία Μήλιο. Το πρώτο «Φάληρο» λειτούργησε στη Νέα Σμύρνη (εκεί που είναι τώρα το ταχυφαγείο Μητρούλα). Το όνομά του …δανεικό από το αντίστοιχο κέντρο των Αθηνών. Αν και στη Λάρισα, υπήρχε συνοικία «Φάληρο» από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ακόμη, που όπως έχει γράψει και ο Γ. Ζιαζιάς ήταν γεμάτη μπαξέδες. Βρίσκονταν στην περιοχή που περικλείουν σήμερα οι οδοί Καραθάνου, Κουμουνδούρου, Τζαβέλα και Ηρ. Πολυτεχνείου, λειτουργούσε μάλιστα και καφενείο-εξοχικό κέντρο με το ίδιο όνομα. Σήμερα «ανήκει» στη συνοικία του Αγ. Νικολάου. Πρώτοι ιδιοκτήτες αναφέρονται οι Γιατάνας και Τσιγαρίδας, με τους οποίους συνεταιρίζεται και ο Αθανάσιος (Νάτσης) Μήλιος. Το 1968 το «Φάληρο» μετακομίζει στο τέρμα της οδού Βόλου (όπου βρίσκεται και σήμερα) και δέκα χρόνια αργότερα επεκτείνεται… Στις μεγάλες του βραδιές ήταν κατάμεστο από 450 θαμώνες. «Λαϊκό μπουζουξίδικο, όχι σκυλάδικο», σπεύδει να διευκρινίσει ο Ηλίας. «Υπήρχαν αυθεντικά «σκυλάδικα» κάποτε, όπως το «Εστορίλ», το «Κόπα Καμπάνα». Εκεί το πρόγραμμα ξεκινούσε με το «βάλτε μου δύο καναβουριές». Εμείς πάντα λειτουργούσαμε χωρίς φαγητό, μόνο με λαϊκό πρόγραμμα και όχι ρεμπέτικα», συμπληρώνει. Η ΜΟΔΑ ΤΟΥ ΣΠΑΣΜΕΝΟΥ ΠΙΑΤΟΥ Και μπουζουξίδικο βεβαίως πάνω απ΄ όλα σημαίνει σπάσιμο πιάτων. Για το μεράκλωμα, τη συνήθεια, το εφέ, τη μαγκιά… Στις καλές εποχές στο «Φάληρο» ήταν πραγματική ιεροτελεστία. Η δεκαετία του ΄80, μέχρι και τα μέσα του ΄90 ήταν η «χρυσή» εποχή. Οι στοίβες των πιάτων έφταναν μέχρι την οροφή, η πίστα γέμιζε πολλές φορές μέσα στη βραδιά με σπασμένα πιάτα, ενώ από αυτά «ζούσαν» ολόκληρες επιχειρήσεις. «Δεν μπόρεσα να βγάλω ποτέ από το μαγαζί το πιάτο. Ακόμη κι όταν η μόδα πέρασε, μόνο μια βδομάδα άντεξε το «Φάληρο» χωρίς σπάσιμο πιάτων», εξιστορεί ο Ηλίας. «ΕΠΟΧΕΣ» …Κι όπως συμβαίνει με όλα, έχει και η νύχτα τα σκαμπανεβάσματά της. Δεν άνοιξε τυχαία στη Ν. Σμύρνη το «Φάληρο». Η λειτουργία του αεροδρομίου και το αμερικανικό νόμισμα, συντηρούσε τότε τη διασκέδαση. Μετά ήρθαν τα καλά χρόνια της δεκαετίας του ΄80 και της οικονομικής ευμάρειας. Πρώτοι και τακτικοί θαμώνες οι αγρότες με τις επιδοτήσεις. Ύστερα, είχες τακτικούς πελάτες, σχεδόν καθημερινούς. Κάποιοι «ξεχώριζαν» με το παρατσούκλι «σκύλοι»: το βράδυ στα μπουζούκια και νωρίς το πρωί στη δουλειά τους, σα να μη συνέβαινε τίποτε. Πως άντεχαν; Αλλά οι εποχές έχουν αλλάξει δραματικά. Αν και δεν μπορείς ακόμη να προβλέψεις πια μέρα της εβδομάδας θα έχει κίνηση, δεν είναι όπως πριν. Τώρα έρχονται νεαροί για ένα ποτό, οι παλιοί λιγόστεψαν, οι αγρότες θα έρθουν μόνον όταν πάρουν το τσεκ. Ο κόσμος «σκάει» μετά τις 2 το πρωί, αν και υπάρχουν και θαμώνες που έρχονται και νωρίτερα. Η κίνηση όμως, γενικά έχει περιοριστεί. Τόσο μερικά βράδια ώστε δε συμφέρει ούτε την Τροχαία να στήσει αλκοτέστ στη Βόλου. Παλιότερα όμως υπήρχαν βραδιές που το γλέντι τράβαγε μέχρι το πρωί. Έχω κλείσει και στις 11 το μεσημέρι! Αλλά, είπαμε: άλλες εποχές. Τότε ο κόσμος δεν γιόρταζε σπίτι του. Έρχονταν στα μπουζούκια. Σήμερα έρχονται ολόκληρες παρέες και τη βγάζουν με ένα μπουκάλι. Δεν έχει πια ταμείο, ακόμη κι αν το μαγαζί είναι γεμάτο. Η φετινή ήταν η χειρότερη χειμερινή σεζόν που θυμάμαι. «ΑΓΡΙΑΔΕΣ» Δεν έχουν αλλάξει μόνο οι εποχές όμως. Έχει αλλάξει και η συμπεριφορά. Παλιότερα τα μπουζούκια ήταν ανδροκρατούμενοι χώροι. Το τραγούδι και ο χορός γίνονταν κατά παραγγελία. Δύο ή και τρεις σερβιτόροι έπιαναν τα πόστα για να αποφευχθούν παρεξηγήσεις. Γιατί, τον μεθυσμένο τον κάνεις καλά. Μ΄ εκείνον όμως που σηκώνονταν αποφασισμένος για φασαρία, μόνο και μόνο γιατί τον κοίταξες, είχες μπλεξίματα. Τα μαχαιρώματα δεν έλειπαν, ούτε μπορεί να ήσουν βέβαιος ότι θα ξημερώσεις σπίτι σου και όχι στο Τμήμα. Οι γυναίκες παλιά δεν έρχονταν στα μπουζούκια. Παρά μόνο στις γιορτές. Αργότερα τα πράγματα άλλαξαν. Κι έτσι «ηρέμησαν» και οι άντρες… - Και το ωράριο; - Επί Παπαθεμελή, έχει συμβεί να «πέσει σύρμα». Τραγουδούσε η Λίτσα Πουλέα, σταμάτησε, σβήσαμε τα φώτα, έπεσε ησυχία και ξαναρχίσαμε όταν έφυγαν τα περιπολικά. Φυσικά γνώριζαν ότι είμαστε μέσα… ΦΩΝΕΣ ΚΑΙ «ΥΒΡΙΔΙΑ» -…Και από φωνές … «κορμάρες»; αποτολμώ την ερώτηση. - Κάθε άλλο. Σε πληροφορώ ότι στο «Φάληρο» τραγούδησαν όλα τα μεγάλα ονόματα. Από τον Μητροπάνο μέχρι τον Στράτο και από τη Δούκισα μέχρι τον τελευταίο των καλών λαϊκών, τον Μίμη Γκιουλέκα. Υπάρχουν βεβαίως καλές φωνές και στη νέα γενιά των τραγουδιστών, οι οποίοι όμως δεν βγαίνουν –ακόμη τουλάχιστον- στην επαρχία. Δύσκολα λοιπόν να βρεις σήμερα αυθεντικό λαϊκό τραγουδιστή, παρά «υβρίδια», όπως τα λέω εγώ. Αντιθέτως βρίσκεις πολλούς και καλούς μουσικούς. Φυσικά, εκτός από τις φωνές, πέρασε όλος ο «καλός ο κόσμος» από το «Φάληρο». Και δε μιλάμε μόνο για τους Λαρισαίους. Από την Αλίκη Βουγιουκλάκη μέχρι τη Ζωή Λάσκαρη και από τον Νίκο Ξανθόπουλο μέχρι το Στάθη Ψάλτη, όλοι τους γλέντησαν εδώ. Ο τελευταίος μάλιστα έκανε και ένα μικρό σκετς, για κάποια βράδια. Πραγματικά άλλες εποχές…
Στη φωτογραφία, μια βραδιά στο "Φάληρο" με τον αείμνηστο Μίμη Γκιουλέκα.