Ο Συνήγορος του Πολίτη, εξετάζοντας σχετικές αναφορές, διαπίστωσε ότι υπάρχει διαφοροποιημένη πρακτική των δήμων της χώρας ως προς την πλήρη αποτύπωση στα δημοτολόγια των οικογενειακών σχέσεων παιδιών που απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια κατά το διάστημα 2010 – 2012. Στο διάστημα αυτό εφαρμοζόταν το άρθρο 1Α του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας που προέβλεπε την απόδοση ιθαγένειας σε ανηλίκους που είτε είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα, είτε είχαν φοιτήσει 6 χρόνια σε ελληνικό σχολείο.
Συγκεκριμένα ορισμένοι δήμοι της χώρας μας, προκειμένου να αποτυπώσουν κατά το δυνατόν πληρέστερα τις οικογενειακές σχέσεις αυτών των παιδιών, τα οποία καταγράφονται στα δημοτολόγια ως ημεδαποί, προχωρούν σε ενδεικτική εγγραφή όχι μόνο των γονέων, αλλά και των αδελφών τους – οι οποίοι παραμένουν αλλοδαπής ιθαγένειας. Κάποιοι άλλοι δήμοι όμως δεν προβαίνουν σε αυτή την ενδεικτική εγγραφή των ανήλικων αδελφών τους στην οικογενειακή τους μερίδα.
Η Αρχή επισήμανε προς το Υπουργείο Εσωτερικών ότι η συγκεκριμένη πρακτική των δήμων συνιστά αδικαιολόγητα άνιση μεταχείριση των ημεδαπών ανηλίκων, που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με την καθιέρωση ενιαίας δημοτολογικής πρακτικής στη βάση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της ισότητας των διοικουμένων. Επίσης επισήμανε ότι η ενδεικτική εγγραφή δεν αποδεικνύει την ιδιότητα του δημότη (άρα ούτε την ελληνική ιθαγένεια) και επομένως δεν προσπορίζει οποιοδήποτε όφελος στους ενδεικτικά εγγεγραμμένους αλλοδαπούς.
Συνεπώς ο Συνήγορος πρότεινε να γενικευτεί η πρακτική της ενδεικτικής εγγραφής και των αλλοδαπών αδερφών των συγκεκριμένων παιδιών με γνώμονα το συμφέρον των ανήλικων ημεδαπών στην πληρέστερη αποτύπωση των οικογενειακών τους σχέσεων.
Η πρόταση του Συνηγόρου του Πολίτη έγινε δεκτή από το Υπουργείο Εσωτερικών, που έστειλε σε όλους τους δήμους της χώρας σχετικό έγγραφο.