Του Κ. Γκιάστα
Φωτ. Β. Ντάμπλης
Ο Νίκος το 2009 ήταν 33 ετών. Αφού άναβε το τσιγάρο του, πατούσε ένα κουμπί στο σπορ αμάξι του και αυτό μετατρεπόταν αυτόματα σε ένα κάμπριο που το ζήλευαν αρκετοί για τη φινέτσα του. Έπαιρνε μια βαθιά τζούρα καθώς απολάμβανε μουσική από το ενσωματωμένο mp3 στο τέρμα, πατούσε γκάζι και «ξέφευγε». Στα φανάρια γινόταν αντικείμενο σχολιασμού αν μη τι άλλο. Ζούσε το όνειρό του κι ας ήταν μέσω... τραπέζης.
Ο ίδιος Νίκος το 2014, ξυπνάει από το όνειρό του. Αν προλαβαίνει να δει αφού ξυπνάει κάθε νύχτα στις τρεισήμισι. Τσιγάρο δεν προλαβαίνει να ανάψει και τη μουσική του την απολαμβάνει από ένα τραντζιστοράκι. Όχι, το νέο του όχημα δεν έχει κουμπί για να γίνεται κάμπριο. Το μόνο κουμπί που έχει είναι για την αυτοσχέδια κόρνα που «βαράει» με σκοπό να πουλήσει την πραμάτεια του.
Απ΄ αυτήν τον άκουσα στην παλιά εθνική και γυρνώντας είδα ένα τρίκυκλο. Μια σημαία της Ελλάδας, άλλη μια της ΑΕΛ, πορτοκαλί χρώμα αλλά η φινέτσα... φινέτσα. Με γαλλικό καπελάκι και όνομα «Ζέμπε ο Παριζιάνος».
«Το Ζέμπε είναι το ψευδώνυμό μου, λόγω του επιθέτου μου που είναι Ζεϊμπέκης και το Παριζιάνος από έναν αγαπημένο θείο στο Παρίσι που πάντα με ενέπνεε» μου λέει καθώς εξυπηρετεί έναν τεχνικό από τις αντιπροσωπείες αυτοκινήτων.
Και το κάμπριο τι έγινε; τον ρωτάω μόλις τον αναγνωρίζω.
Βγάζει το καπέλο του. Σκουπίζει τον ιδρώτα του και αφήνει έναν αναστεναγμό. «Το πούλησα φίλε. Άστα, το είχα και μεράκι. Τέσσερα χρόνια το κρατούσα. Αλλιώς τα περίμενα, αλλιώς μου βγήκαν τα πράγματα. Πίστεψα κι εγώ πως όλα θα ήταν διαφορετικά. Παλιά πηγαίναμε στην τράπεζα λέγαμε το όνομα και είχαμε ό,τι θέλαμε. Αυτά πληρώνουμε όμως τώρα».
Η «φούσκα» λέω από μέσα μου και νιώθω πως ο συγκεκριμένος τύπος αποτελεί μια αρκετά συνηθισμένη φιγούρα Ελληνα πολίτη. Του Έλληνα που τον έπεισαν πως με ένα μισθό θα κατάφερνε να έχει το γερμανικό αμάξι, το σουηδικό κινητό, την ιαπωνική τηλεόραση. Και όλα τελευταίου τύπου. Με ένα μισθό και παράλληλα διακοπές στο Ντουμπάι για τριήμερο, νυχτερινές εξόδους σε ιταλικά εστιατόρια και δάνεια, δάνεια, δάνεια...
«Τότε είχα γραφείο πωλήσεων με διάφορα εποχικά αντικείμενα. Το διατήρησα 12 χρόνια. Μόλις ήρθε η κρίση θεώρησα πως θα ήταν κάτι παροδικό. Όμως δεν ήταν έτσι. Έκανα υπομονή στην αρχή και άρχισα να ψάχνω για αρκετό διάστημα αλλά δεν έβρισκα τίποτα. Έμεινα για τρία χρόνια άνεργος. Σκεφτόμουν να φύγω στο εξωτερικό όμως τελευταία στιγμή έπεσε η ιδέα για το τρίκυκλο από έναν φίλο μου και να ‘μαι» τονίζει με χαμόγελο.
Η δουλειά πυκνώνει και νιώθω να γίνομαι ενοχλητικός. Διάλειμμα σε ένα φαναρτζίδικο και οι τεχνίτες πεινασμένοι. Βγάζει τις τυρόπιτες και από κάτω έχει ένα αυτοσχέδιο μηχανισμό για να τις κρατάει ζεστές. Βάζω το κεφάλι για να δω και ακούω από πίσω μου «όλο το τρίκυκλο είναι πατέντα. Ο πατέρας μου το έφτιαξε το κιβώτιο που είναι σιδεράς. Το κουτί έχει και σύστημα θερμότητας. Όλα είναι οργανωμένα» φωνάζει και χτυπάει δύο φορές στην οροφή με την παλάμη του.
Δείχνει ικανοποιημένος και λέω να αρχίσω να ρωτάω για τζίρο «Δόξα τω Θεώ μια χαρά είναι. Έχω βρει την υγειά μου. Μπορεί να μην κοιμάμαι τα βράδια αλλά το μεροκάματο βγαίνει. Ξεκινάω από τις λαϊκές τα χαράματα και συνεχίζω στην παλιά εθνική. Συνολικά είναι πάνω από μισή ημέρα αλλά μου αρέσει. Είναι κάτι που με γεμίζει καθώς έχω άμεση επαφή με τον κόσμο».
Την ώρα που πάει να βγάλει τα άδεια ταψιά, βρίσκω την ευκαιρία να παρατηρήσω τι γράφουν τα πολύχρωμα αυτοκόλλητα πάνω στο όχημά του «ααα κοιτάς τους χορηγούς μου» λέει και γελάει καθώς συνεχίζει την καθαριότητα του 50 κυβικών εκατοστών οχήματός του «είναι πελάτες μου κι εγώ για ανταπόδοση τους διαφημίζω». Να και το μάρκετιγνκ, σκέφτομαι.
Μετά το καθάρισμα το μόνο που έχει μείνει είναι δύο τυρόπιτες και ένα πιροσκί. Είναι μεσημέρι πλέον και ώρα να πάρει το δρόμο της επιστροφής. «Και ό,τι ξεμένει τι το κάνεις;» τον ρωτάω και με εκπλήσσει ευχάριστα ως εξής «Φίλε υπάρχουν άνθρωποι που περνάνε πολύ πιο δύσκολα από μας. Κάθε μέρα υπολογίζω μερικά κομμάτια να τα δίνω σε ανθρώπους που είναι στα φανάρια. Τους βλέπω συνέχεια και σπαράζει η καρδιά μου. Λίγη ανθρωπιά χρειάζεται να δείξουμε όλοι».
Μάγκας αν το κάνει, σκέφτομαι. Και δεν το έχει ανάγκη το κάμπριο τελικά. Είναι ο... μάγκας με το τρίκυκλο.